Χρήστης:Sarri.greek/ετυμολογία
Sarri.greek • συζήτηση - help:βοήθεια - mygoogle - PAWS - ref@en.wikt - fonts@en - audio@en - ετυμολογία - μοντέλα - λεξικογραφία - εργασίες - lab - εκφρ - tAr - t4.t5 - mS.tS - menu - ΣΥΖ&ΒΚΔΜ |
ετυμολογία σημειώσεις 2019.01.18. έως 2019.09.
- Προς μελλοντικούς συντάκτες ετυμολογιών στο Module:ετυμολογία
- Κατηγορία:Ετυμολογία (ίσως χρειάζεται και Κατηγορία:Μορφολογία λέξεων ή Κατηγορία:Μορφολογία (για είδη συνθέτων, προθήματα κλπ)
- Βοήθεια:Δάνεια και σελ. συζήτησης
- Βικιλεξικό:Βικιδημία/2019#Ετυμολογία SOS
- Συζήτηση χρήστη:Sarri.greek#Πρότυπο:λενδ → Συζήτηση χρήστη:Sarri.greek/2019#Πρότυπο:λενδ
- Συζήτηση κατηγορίας:Πρότυπα ετυμολογίας
Οι όροι κατά Πετρούνια
επεξεργασίαΓια τους όρους και τις Κατηγορίες που προκύπτουν από τα διάφορα Πρότυπα ετυμολογίας, βασική πηγή των συντακτών του Βικιλεξικού είναι {{Π:ΛΚΝ}}
και {{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}
και το λεξικό του {{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}
. Από εκεί παίρνουμε όρους όπως περιγράφονται 1) σε εισαγωγές και στα Παραρτήματα του Μπαμπ, και 2) όπως προκύπτουν από τις βραχυγραφίες μέσα στις ετυμολογήσεις των λημμάτων. Προτάσσουμε το ΛΚΝ και την εργασία του Ευάγγελου Πετρούνια (που έκανε τις ετυμολογίες), διότι υπάρχει στο διαδίκτυο και είναι πάντα διαθέσιμο στους αναγνώστες. Κυρίως όμως, διότι μαρκάρει με το στυλ του {{Π:Ανδριώτης 1983}}
τον τρόπο εισαγωγής μιας λέξης στην κοινή νεοελληνική: < αρχ. ναι, αλλά πώς? λόγια (εσωτερικός δανεισμός), ή κληρονομιά.
Στην Ενότητα 'Ετυμολογία' υπάρχει πάντα ref για κάθε ετυμολόγηση που υπάρχει (αν είναι διαφορετικές).
Από την Εισαγωγή: Παράγραφος 1-8 και Παράγραφος 15. δ. Ετυμολογικές ενδείξεις
- χωρίς ένδειξη «Η απουσία άλλης ένδειξης στην ετυμολογία μιας λέξης σημαίνει πως η λέξη δημιουργήθηκε μέσα στη νεότερη λαϊκή γλώσσα με βάση σύγχρονα ή παλιότερα γλωσσικά στοιχεία»
- κληρονομημένη «Αν μια λέξη είναι κληρονομημένη από περίοδο παλιότερη από τη μεσαιωνική, παραλείπεται η δήλωση των ενδιάμεσων περιόδων· για παράδειγμα, αν υπάρχει η συντομογραφία "αρχ." χωρίς άλλη ένδειξη [...] αυτό σημαίνει πως πρόκειται για λέξη κληρονομημένη από τα αρχαία ελληνικά που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει στη γλώσσα. Δηλώνεται, πάντως, η τυχόν μορφολογική προσαρμογή αυτών των λέξεων στο νεότερο γλωσσικό σύστημα.»
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ ως < όνομα φάσης της ελλ. γλώσσας π.χ. < αρχ. ή < μσν.
- πρότυπο
{{κλη}}
και Κατηγορία:Κληρονομημένες λέξεις
- λόγια και νεολογισμός «Αν η λέξη έρχεται από τη λόγια παράδοση, δίνεται η ένδειξη "λόγ." (π.χ. θεατρολογία). Αν μετά την ένδειξη αυτή δεν ακολουθεί άλλη, πρόκειται για λόγιο νεολογισμό (π.χ. αμπελοκαλλιέργεια)· αλλιώς, επισημαίνεται η παραπέρα πηγή»
- υπάρχει πρότυπο
{{νεολ}}
και Κατηγορία:Νεολογισμοί Σημειώνουμε τον αιώνα ή περίπου την εμφάνισή του γιατί κάποια στιγμή χάνει το νεολογικό του χαρακήρα.
- υπάρχει πρότυπο
- λόγιος διαχρονικός δανεισμός (λόγιο διαχρονικό δάνειο, εννοεί εσωτερικά, από προηγούμενη φάση της γλώσσας). Παράγραφος 3. π.χ. λόγ. < αρχ. «δηλαδή λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά, παρόλο που είναι πιθανό οι λόγιοι να τις δανείστηκαν από κείμενα της ελληνιστικής εποχής»
- Σημειώνεται με: λόγ. < όνομα γλώσσας π.χ. λόγ. > αρχ.
- Παράδειγμα για το πώς σημειώνεται στο ΛΚΝ υπάρχει στην Παράγραφο 14:
«λόγια δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (λόγ. < αρχ.)· θεατρώνης είναι λόγιο δάνειο από την ελληνιστική κοινή (λόγ. < ελνστ.)· θεατράκι είναι λέξη λαϊκής, και όχι πια λόγιας» - Στην Ενότητα ε για την προφορά αναφέρει: «Η ένδειξη για ορθογραφικό δανεισμό στα προϊόντα του διαχρονικού δανεισμού παραλείπεται ως αυτονόητη. Ο χρήστης πρέπει να θυμάται πως στην περίπτωση του διαχρονικού δανεισμού δεν έχει ακολουθηθεί πάντα η φυσική εξέλιξη της γλώσσας.»
- γράφει ο Πετρούνιας στη σελ. 242
{{Π:Ελληνική Ετυμολογία ΙΝΣ}}
(οι αγκύλες και τα bold δικά μου, για την επιλογή του όρου αναβιώσεις): «Λέξεις ή λεξικά στοιχεία που υπάρχουν στη γλώσσα συνεχώς απο [sic] την ελληνιστική εποχή όπως πατέρας, δύο, αντρόγυνο, θεωρούνται λέξεις κληρονομημένες (inherited words), ενώ όλες οι άλλες θεωρούνται δάνεια. Δέ θεωρούνται δάνεια της νέας ελληνικής όσες λέξεις μπήκαν στη γλώσσα κατα [sic] την ελληνιστική περίοδο. Αντίθετα, θεωρούνται δάνεια αρχαίες λέξεις και λεξικά στοιχεία απο [sic] τα αρχαία ελληνικά ή την ελληνιστική κοινή, όπως Έλλην, φιλοσοφία, αστρονομία, χθόνιος, εκδρομή, που με διάφορους τρόπους ξαναμπήκαν στη γλώσσα, ενώ είχαν πάψει για αιώνες να είναι σε κοινή χρήση. Ένα μέρος αυτών των λέξεων ήταν γωστές κατα το Μεσαίωνα σε μικρό αριθμό μορφωμένων, αυτό όμως δέν [sic] αλλάζει τη βασική τοποθέτηση. Τέτοιες λέξεις μπορούν να ονομαστούν 'αναβιωμένες' και να θεωρηθούν προϊόντα διαχρονικού δανεισμού. (Πετρούνιας 2000 ["Ιδιαιτερότητες της ελληνικής ετυμολογίας", στο Χρ.Τσολάκης (επιμ.) Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Γλώσσα και μεταρρυθμίσεις. Θεσσαλονίκη: Κώδικας, 57-58]) Αυτό το γεγονός, βασικής σημασίας για τη γλωσσική ιστορία, σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζεται σε σχετικές μελέτες, είτε απο άγνοια των γλωσσικών δεδομένων είτε για ιδεολογικούς λόγους» - πρότυπο
{{λδδ}}
. Ο Πετρούνιας αντιδιαστέλλει το 'διαχρονικός' (από προηγούμενη φάση) προς το 'εσωτερικός' (από άλλη διάλεκτο). - Ο Μπαμπ. αναφέρεται στο θέμα (επανενεργοποιούναι οι λέξεις, αλλά δεν κάνει καμία σημείωση στα λήμματα.
- εσωτερικό δάνειο από διάλεκτο. Παράγραφος 2: «μερικές περιπτώσεις "εσωτερικού δανεισμού", δηλαδή δανεισμού της κοινής από άλλη διάλεκτο (π.χ. κοπελιά)»
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με επεξηγηματική φράση.
- Δεν έχουμε πρότυπο «Αν πρόκειται για κάποια νεοελληνική διάλεκτο άλλη από την κοινή νεοελληνική, αυτό δηλώνεται (π.χ, στα λήμματα -ίτσα, κοπελιά).»
- δάνειο. άμεσος εξωτερικός δανεισμός. «Αν μια λέξη ήρθε κατά τη νεότερη περίοδο από άλλη γλώσσα, δίνεται η συντομογραφία που αντιστοιχεί σ' αυτή τη γλώσσα»
- Σημειώνεται στον ΛΚΝ σαν: < <όνομα ξένης γλώσσας>. Τα εννοεί ως «λαϊκά δάνεια που είναι προϊόντα εξωτερικού δανεισμού»
- πρότυπο
{{δαν}}
Κατηγορία:Δάνεια
- λόγιο δάνειο. «αν πρόκειται για λόγιο δανεισμό, προηγείται η ένδειξη "λόγ." (π.χ. ζενίθ...»
- ΕΚΚΡΕΜΕΙ και το learned borrowing λόγιο δάνειο
{{λδαν}}
- ΕΚΚΡΕΜΕΙ και το learned borrowing λόγιο δάνειο
- μεταφραστικά δάνεια (Παράγραφος 3) «με περισσότερο ή λιγότερο πιστή αντιστοίχιση των επί μέρους λεξικών στοιχείων»
- Εημειώνεται στο ΛΚΝ με μτφρδ.
- πρότυπο
{{μτφδ}}
και Κατηγορία:Μεταφραστικά δάνεια
- απόδοση (Παράγραφος 3) «χωρίς ακριβή μετάφραση των λεξικών στοιχείων τους»
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με απόδ.
- ΕΚΚΡΕΜΕΙ πρότυπο
{{απόδ}}
και Κατηγορία:Μεταφραστικές αποδόσεις - Ο Μπαμπ. προσθέτει και μια κατηγορία: Μεταφορές (π.χ. μασίστας) που είναι τα προσαρμοσμένα δάνεια
- σημασιολογικά δάνεια (Παράγραφος 3) «αλλαγή εν μέρει ή και τελείως της σημασίας μιας προϋπάρχουσας λέξης από ξένη επίδραση»
Σημειώνεται στον ΛΚΝ με σημδ.
- πρότυπο
{{σμσδ}}
και Κατηγορία:Σημασιολογικά δάνεια
- πρότυπο
Ενότητα στ. Ενδείξεις για την εξέλιξη της προφοράς
- ορθογραφικό δάνειο (Ενότητα στ). «από την ένδειξη "ορθογρ. δαν." (π.χ. ζέβρα, ιαγουάρος): προφανώς αν η σχετική λέξη είχε μπει με τον κανονικό τρόπο του προφορικού δανεισμού, θα είχε διαφορετική προφορά. Η ένδειξη για ορθογραφικό δανεισμό στα προϊόντα του διαχρονικού δανεισμού παραλείπεται ως αυτονόητη»
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με ορθδ.
- πρότυπο
{{ορθδ}}
και Κατηγορία:Ορθογραφικά δάνεια - Στον Μπαμπ. σημειώνονται ως οπτικά δάνεια
- αντιδάνεια. π.χ. αλτήρας. (Παράγραφος 6) «λέξεις που από παλιότερη περίοδο της ελληνικής πέρασαν σε άλλες γλώσσες και επιστρέψανε αργότερα, συνήθως με αλλαγμένη μορφή και σημασία [...] Τα περισσότερα αντιδάνεια έχουν λαϊκή προέλευση και ο αριθμός τους είναι μικρός. Σπάνια χαρακτηρίζονται αντιδάνεια λόγιες λέξεις (π.χ, αμμωνία, εγκυκλοπαίδεια)»
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με αντδ.
- πρότυπο
{{αντιδάνειο}}
και Κατηγορία:Αντιδάνεια
- ελληνογενείες διεθνείς όροι δεν δίνει όνομα στην Κατηγορία. (Παράγραφος 6) Σημειώνεται στο ΛΚΝ με δεν σημειώνεται, προκύπτει από τα ονόματα των γλωσσών ή το διεθ. αν πρόκειται για διεθνισμό. «λέξεις δημιουργημένες για φιλοσοφικές, επιστημονικές, τεχνολογικές κ.ά. ανάγκες στις νεότερες γλώσσες ή στα νεολατινικά (νλατ.) με βάση αρχαία ελληνικά γλωσσικά στοιχεία ή με συνδυασμό ελληνικών και λατινικών, στη δεύτερη περίπτωση ως "υβριδικοί σχηματισμοί". Οι λέξεις αυτές πέρασαν στη συνέχεια στα νέα ελληνικά»
- είναι οι «ελληνογενείς ξένοι όροι» του λεξικού Μπαμπινιώτη
- από παλιά, υπήρχε στο βικιλεξικό πρότυπο
{{λενδ}}
(λόγιο ενδογενές δάνειο) όρος από πηγή?
- Eπεξηγεί στην παράγραφο 7. «Συχνά δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί σε ποια νεότερη ευρωπαϊκή γλώσσα πρωτοπαρουσιάστηκαν οι διάφοροι επιστημονικοί όροι που αποτελούν γενικά μέρος του διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου (διεθ.).»
- στο βικιλεξικό χρησιμοποιείται ο όρος 'διαγλωσσικός όρος' που έχει και Κατηγορία:Διαγλωσσικοί όροι
- εδώ ανήκουν τα λεγόμενα κλασικά σύνθετα, classic compounds
- προσαρμοσμένα και απροσάρμοστα δάνεια. (Παράγραφοι 9-12: β. Προσαρμογή των δανείων)
- δεν υπάρχουν Κατηγορίες.
Άλλες σημειώσεις:
Παράγραφος 5 για την καθαρεύουσα
- «Οι λόγιες λέξεις, προπαντός αυτές που ήρθαν από την καθαρεύουσα, συχνά παραβαίνουν τους φωνολογικούς και μορφολογικούς κανόνες»
- καθαρεύουσα. Δεν σημειώνεται ποτέ στο ΛΚΝ.
- εδώ χρησιμοποιούμε
{{κλη|kath|el}}
Ενότητα ε. Έκταση της ετυμολογικής ιστορίας
- δίνει μεγάλη έμφαση στα προσφύματα: «περίπτωση των παραθημάτων, δηλαδή των επιθημάτων (που παραδοσιακά ονομάζονταν και παραγωγικές καταλήξεις) και των προθημάτων.»
Ενότητα ζ. Ορθογραφικές ενδείξεις
- εδώ εξηγεί ποιο είναι κεντρικό λήμμα στο ΛΚΝ, και μας λέει τι συνέβη και με το αβγό
- «Εφόσον στη γραφή της νέας ελληνικής ακολουθείται περίπου ιστορική ορθογραφία για λέξεις που ξεκινούν από τα αρχαία ελληνικά, οι ετυμολογικές πληροφορίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως ορθογραφικό κριτήριο. Έτσι, μπορεί να γίνουν φανερές τόσο περιπτώσεις ορθογραφικής απλούστευσης (π.χ. παλικάρι), όσο και περιπτώσεις όπου η κρατούσα ορθογραφία δεν στηρίζεται ιστορικά (π.χ. αυγό, τσιγγάνος). Θα ήταν όμως υποβάθμιση του ετυμολογικού έργου να θεωρηθεί πως πρωταρχικός σκοπός της ετυμολογίας είναι ο ορθογραφικός κανονισμός»
άλλες συντομογραφίες
επεξεργασίαΜερικές επιπλέον βραχυγραφίες από το ΛΚΝ#συντομογραφίες σχετικές με την Ενότητα της ετυμολογίας.
- αναδανεισμός (μπάλα. αγγ: fire, pyre)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με αναδαν.
- ΕΚΚΡΕΜΕΙ πρότυπο
{{αναδαν}}
- αναδρομικός σχηματισμός (ο Μπαμπ: υποχωρητικός σχηματισμός)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με αναδρ.
- πρότυπο
{{αναδρομικός}}
και Κατηγορία:Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό
- ανάπτυξη (ανάπτ.)
- βλ. #αναπτύξεις
- ανασυλλαβισμός (αβγατίζω, αγγίζω)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με ανασυλλ.
- Δεν έχουμε πρότυπο ή Κατηγορία. Μπορεί να γίνει αναζήτηση με insource:ανασυλλαβισμός
- απλολογία (αθλίατρος < αθλητίατρος)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με απλολ.
- Δεν έχουμε πρότυπο ή Κατηγορία. Μπορεί να γίνει αναζήτηση με insource:απλολογία
- απλοποίηση, ορθογραφική απλοποίηση (αβάς)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με απλοπ. και ορθογρ. απλοπ.
- ΔΕΝ έχουμε πρότυπο ή Κατηγορία. Μπορεί να γίνει αναζήτηση με insource:απλοποίηση
- δανεισμός
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με δαν. Όμως μέσα στις ετυμολογίες, χρησιμοποιείται απλώς το σύμβολο < ακολουθούμενο από το όνομα της δανείστριας γλώσσας
- πρότυπο
{{δαν}}
και Κατηγορία:Δάνεια
- διεθνισμός (αγγειοκινητικός)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με διεθ.
- Χαρακτηρισμός 'διαγλωσσικοί όροι' με κωδικό mul και Κατηγορία:Διαγλωσσικοί όροι
- ηχομιμητικά (αναμπουμπούλα)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με ηχομιμ.
- πρότυπο
{{ηχομ}}
και Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις
- ηχηροποίηση (αγκάθι)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με ηχηροπ.
- ΔΕΝ έχουμε πρότυπο ή Κατηγορία. Μπορεί να γίνει αναζήτηση με insource:ηχηροποίηση
- λόγιο
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με λόγ. ως δείκτης χαρακτηρισμού ενός δανείου, μιας ετυμολογικής σχέσης
- μετακίνση τόνου
- παιδικό (βαβά)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με παιδ.
- ΕΚΚΡΕΜΕΙ: ενεργοποίηση υπάρχοντος προτύπου
{{παιδ}}
: στην παιδική γλώσσα.
- παρετυμολογία (αγιόκλημα)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με παρετυμ.
- Δεν έχουμε πρότυπο ή Κατηγορία. Θα μπορούσε να γίνει.
- προέλευση
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με προέλ. Μέσα όμως στις ετυμολογίες, χρησιμοποιείται απλώς το σύμβολο <
- αντίστοιχο του γενικού προτύπου
{{ετυμ}}
και της Κατηγορία:Προέλευση λέξεων - συμπροφορά (αβαράρω αβγατίζω) =συνεκφορά, συνεκφώνηση
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με συμπροφ.
- ΔΕΝ έχουμε πρότυπο ή Κατηγορία. Μπορεί να γίνει αναζήτηση με insource:συμπροφορά
- χασμωδία (ἀκανθέα-αγκαθιά)
- Σημειώνεται στο ΛΚΝ με χασμ.
- ΔΕΝ έχουμε πρότυπο ή Κατηγορία. Μπορεί να γίνει αναζήτηση με insource:χασμωδία
Πρότυπα και Module
επεξεργασία2018-19: Ξεικνά η διαδικασία απόσυρσης παλαιών προτύπων τύπου [ετυμ xx] βλ. Συζήτηση κατηγορίας:Πρότυπα ετυμολογίας
- 2019.05.20. Καθάρισμα Κατηγορία:Παλιά πρότυπα ετυμολογίας και απόσυρση με όνομα Πρότυπο:παρωχ-ετυμ xx ώστε να ΜΗΝ είναι δυνατόν να λειτουργήσουν πλέον. 2019.05.20.
Module:ετυμολογία, Πρότυπο:ετυμ και όλα τα πρότυπα που έχουν δότρια ΚΑΙ αποδέκτρια γλώσσα.
{{ετυμ|grc|en|δημοκρατία}}
Κατηγορία: Αγγλικές λέξεις αρχαίας ελληνικής προέλευσης
Τα πρότυπα που έχουν παράμετρο ΜΟΝΟ ΜΙΑ γλώσσα, δημιουργούνται από κανονικά wikitext Templates (Πρότυπα), όχι από modules.
Υπάρχουν και τα απλά πρότυπα για στενογραφική διευκόλυνση: γράφουν απλώς ένα λινκ, χωρίς καμιά Κατηγορία:
Πρότυπα που εντάσσουν σε Κατηγορία, χωρίς να προσδιορίζουν γλώσσα
άγνωστα αβέβαια
επεξεργασία{{άγν}}
άγνωστης ετυμολογίας +Κατ.- etymologies have not yet been established en:Category:Greek terms with unknown etymologies & en:Category:Ancient Greek terms with unknown etymologies
- το αβέβαιου ετύμου είναι διαφορετικό??
Α. παραγωγή - σύνθεση
επεξεργασία(μορφολογία) Κατηγορία:Μορφολογία λέξεων ή Κατηγορία:Μορφολογία
Α1. παράγωγα
επεξεργασίαΑ1. παράγωγο (morphological) derivation βλέπε #μορφολογία
αναδρομικός
επεξεργασία{{αναδρομικός}}
αναδρομικός σχηματισμός ή υποχωρητικός - Κατηγορία:Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό
αναδημιουργία
επεξεργασία- ? όπως ΕΚΚΡΕΜΕΙ λέξεις που δημιουργήθηκαν 2 φορές (νέα ελληνικά, αρχαία): χωρίς να υπάρχει λδδ.
επανανάλυση
επεξεργασία- σε πολλά λήμματα, για συμπροφορά Αναζήτηση: insource:/συμπροφορά/
- ΕΚΚΡΕΜΕΙ
Α2. σύνθετα
επεξεργασίαΑ2. σύνθετο - compound (en) - Γραμμ.Χατζησαββ
- Κατηγορίες: για είδη συνθέτων (ΕΚΚΡΕΜΟΥΝ)
- . Α) ως προς τη
- Κατηγορία:Σύνθετα με προθήματα (άγνωστος, καταφέρνω, ξεκαθαρίζω) βλ. Κατηγορία:Λέξεις κατά πρόθημα κλπ, Κατηγορία:Προσφύματα
- Κατηγορία:Σύνθετα παρατακτικά (αλατοπίπερο)
- Κατηγορία:Σύνθετα προσδιοριστικά (αγριοκάτσικο)
- Κατηγορία:Σύνθετα κτητικά (καλόκαρδος)
- Κατηγορία:Σύνθετα αντικειμενικά (μηχανοδηγός)
- . Β) ως προς
- Κατηγορία:Παρασύνθετα < από άλλα σύνθετα
- Νόθα σύνθετα (παράδειγμα: κοινωνιόδραμα)
- Κατηγορία:Πολυλεκτικά σύνθετα
- en:Category:Greek compound words
- en:Category:Greek dvandva compounds 2stems with and (μαχαιροπήρουνο)
- en:Category:Greek tatpurusa compounds 2stems:
- en:Category:Greek karmadharaya compounds main stem endings (αλογόμυγα)]
- ....? κοτομπουκιά - blend combination of other words en:Category:Greek blends
- en:Category:Ancient Greek compound words
- λέξεις που δημιουργήθηκαν 2 φορές (νέα ελληνικά, αρχαία): θωρακικός, ετερόρρυθμος.ἑτερόρρυθμος
Α3. ηχομιμητικά
επεξεργασίαΑ3. ηχομιμητικός {{ηχομ}}
& ηχομιμητικό κληρονομημένο - βρεκεκέξ
- onomatopoeic (en) ονοματοποιητικός
- Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις & Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις (αρχαία ελληνικά)
- ΜΑΚΕ$$ Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις (νέα ελληνικά). Η Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις έχει κι άλλες γλώσσες: αγγλικά: Κατηγορία:Ηχομιμητικές λέξεις (αγγλικά) woof (en)
Α4. εκφραστικά
επεξεργασία- εκφραστικός {ετ|εκφραστικό} Κατηγορία:Εκφραστικοί όροι
Α5. παιδική γλώσσα
επεξεργασίαή νηπιακή γλώσσα. {{παιδιά}}
με παράμετρο γλώσσας.
τεχνικός όρος
επεξεργασία- τεχνικός όρος (βλ. ετυμολογίες αρχ. ελληνικών)
Β. Προέλευση
επεξεργασίαπρότυπο {{ετυμ}}
- Κατηγορία:Προέλευση λέξεων
Γενικός χαρακτηρισμός-ομπρέλα κάθε ετυμολογικής σχέσης δύο γλωσσών ή δύο φάσεων γλώσσας από τον πρώτο κρίκο μέχρι τον τελευταίο: από τον νεότερο έως τον αρχαιότερο.
- α) προστίθεται αυτομάτως για τις κληρονομημένες και τις δανεισμένες λέξεις με πρότυπα
{{κλη}}
και{{δαν}}
και κάθε υποκατηγορία τους - β) για τους κρίκους 2ο και μετά: π.χ.
- η λέξη ΩΩΩ < κληρονομήθηκε από την ΨΨΨΨ που < προέλευση:ΧΧΧ < προέλευση ΦΦΦ < προέλευση Ινδοευρωπαική.
- η λέξη ΩΩΩ < είναι δάνειο από την ΨΨΨΨ που < προέλευση:ΧΧΧ < προέλευση ΦΦΦ < προέλευση Ινδοευρωπαική.
- γ) για τον πρώτο κρίκο, αν δεν είμαστε σίγουροι για το τι κατηγορίας είναι
Β1. Κληρονομημένα
επεξεργασία Έγινε Πρότυπο:κλη - Κατηγορία:Κληρονομημένες λέξεις
κληρονομημένο απευθείας: ο 1ος απόγονος. ΟΧΙ οι επόμενοι κρίκοι στην ετυμολογία
- η λέξη ΩΩΩ < κληρονομήθηκε από την ΨΨΨΨ που < προέλευση:ΧΧΧ < προέλευση ΦΦΦ < προέλευση Ινδοευρωπαική.
- Εντάσσει ταυτοχρόνως στην Κατηγορία:Προέλευση λέξεων
- γενική αρχή: για κάθε inherited (κληρονομημένο) εντάσσουν α) στην Κατηγορία:Κληρονομημένο από ΚΑΙ β) στην Κατηγορία:Προέλευση από.
- inherit (en) - en:Category:Greek inherited terms Greek terms inherited from... en:Category:Ancient Greek inherited terms
- derive (en) - en:Category:Greek terms derived from other languages - en:Category:Ancient Greek terms derived from other languages
- Επίσης υπάρχει και η αντίστροφη Κατηγορία π.χ. Κατηγορία:Προέλευση από τα γαλλικά
- ΑΛΛΑ: κληρονομημένο του κληρονομημένου, κλη, κλη
- κληρονομημένο - λόγιο διαχρονικό δάνεια, αντιδιαστολή: πράμα.πράγμα, σπουδή
Β2. Λόγια διαχρονικά δάνεια
επεξεργασίαΠρότυπο {{λδδ}}
= Λόγια διαχρονικά δάνεια από προηγούμενη φάση της γλώσσας. Ο Πετρούνιας πάντα τα σημειώνει π.χ. λόγ. > αρχ. ή λόγ. > ελνστ. Παράδειγμα: όλες οι αρχαίες λέξεις που αναβίωσαν, είτε από την καθαρεύουσα, είτε για απόδοση κλασικών συνθέτων)
- Εδώ έχουμε λόγιο ενδογενές δάνειο χωρίς εμπλοκή ξένης γλώσσας.
- Παραβάλλουμε με λόγια δάνεια = εξωτερικός δανεισμός.
- Παραβάλλουμε με
{{λενδ}}
= με εμπλοκή ξένης γλώσσας για το «ελληνογενής ξένος όρος» του Μπαμπινιώτη - en:Category:English learned borrowings
- en:Category:English terms borrowed from Middle English
- en:Category:English terms borrowed from Old English
Γ. Δανεισμοί
επεξεργασία- Κατηγορία:Δανεισμοί κάθε είδους
Δάνεια
επεξεργασία Έγινε Πρότυπο:δαν - Κατηγορία:Δάνεια
Δάνειο (και οι διάφοροι τύποι του) γίνεται μόνο από μία γλώσσα σε μία άλλη. 1ος κρίκος. ΟΧΙ οι επόμενοι κρίκοι στην ετυμολογία. Αν δανείστηκε η 4η λέξη από την 5η, το δάνειό της θα εκφραστεί στο δικό της λήμμα.
Για τους επόμενους κρίκους χρησιμοποιούμε 'προέλευση':
- η λέξη ΩΩΩ < είναι δάνειο από την ΨΨΨΨ που < προέλευση:ΧΧΧ < προέλευση ΦΦΦ < προέλευση Ινδοευρωπαική.
- Κατηγοριοποιούνται ταυτοχρόνως και στην Κατηγορία:Προέλευση λέξεων
προσαρμοσμένα
επεξεργασίαΣτο κλιτικό σύστημα της νελλ, με παράγωγα κλπ
- δεν φτιάχνουμε Κατηγορία
- στον
{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}
αναφέρονται ως Μεταφορές (δίνει το παράδειγμα: μασίστας)
απροσάρμοστα
επεξεργασίαβλ. και'μεταγραφές', 'code switching'. Πώς είναι διαφορετικά? Ποια είναι τα όρια αυτών των τριών??
- βλ. πρότυπο
{{φων}}
φωνητική απόδοση και πρότυπο{{μεταγραφές}}
μεταφραστικά δάνεια
επεξεργασίαπρότυπο {{μτφδ}}
- Κατηγορία:Μεταφραστικά δάνεια
- μεταφραστικό δάνειο - ή translation loan
- π.χ. ουρανοξύστης skyscraper
- Ζητήθηκε να μην δίνει ΚΑΙ προελεύσεις. Στο en.wiktionary τα πάντα δίνουν ΚΑΙ κατ.προέλευση
αποδόσεις
επεξεργασίαΑπόδοση όρων (ΕΚΚΡΕΜΕΙ) πρότυπο {{απόδ}}
: χωρίς να είναι ακριβής λέξη-προς-λέξη η μετάφραση.
μεταφορές
επεξεργασία- στον
{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}
είναι τα προσαρμοσένα δάνεια (δίνει το παράδειγμα: μασίστας). - Εδώ, τα σημειώνουμε ως
{{δαν}}
και μπαίνουν στην Κατ. δάνεια.
σημασιολογικά δάνεια
επεξεργασίαπρότυπο {{σμσδ}}
- Κατηγορία:Σημασιολογικά δάνεια
- σημασιολογικό δάνειο - en:semantic loan
- π.χ. ποντίκι (το ζώο + για computers)
- Ζητήθηκε να μην δίνει ΚΑΙ προελεύσεις. Στο en.wiktionary τα πάντα δίνουν ΚΑΙ κατ.προέλευση
αντιδάνεια
επεξεργασίαΈγινε Πρότυπο:αντιδάνειο - Κατηγορία:Αντιδάνεια
- αντιδάνειο - ή twice-borrowed = λαϊκό αντιδάνειο, στο στόμα του λαού, και όχι λόγιο (βλ. λενδ και λόγια δάνεια)
- θέλει μία παράμετρο: αδύνατον να εντοπιστούν πάντα με ακρίβεια οι δότριες/η δότρια γλώσσα. Οι λεπτομέρειες ακολουθούν ως επεξήγηση του Προτύπου 'αντιδάνειο'
- Μωυσιάδης@linguarium
αναδανεισμός
επεξεργασίαετικέτα {ετ|αναδανεισμός|<κωδικός γλώσσας> π.χ. fire, pyre για τα αγλλικά από αρχ.ελληνικά: η λέξη μπήκε στα αγγλικά δύο φορές, σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, από άλλη οδό.
- en:Appendix:Glossary#doublet: One of two (or more) words in a language that have the same etymological root, but have come to the modern language through different routes. Doublets can come about e.g. as loanwords from two different but related languages, as loanwords acquired from the same language at two different stages, as one loanword from a related language plus its native cognate, or as derivatives formed at two different stages in the history of a language.
- en:doublet One of two or more different words in a language derived from the same etymological root but having different phonological forms (e.g., toucher and toquer in French or shade and shadow in English).
- en:Category:Doublets by language
- Παραρτήματα ανά αποδέκτρια γλώσσα στο en:Category:Lists of doublets. Υπάρχουν και triplets, quadruplets, quintuplets & False doublets. Γίνεται διάκριση δανεισμένων ή κληρονομημένων. Π.χ. στο en:Appendix:French doublets
Σκέψη σχεδιασμού προτύπου {αναδανεισμός|δότρια|αποδέκτρια|λέξη1|λέξη2|3|4|5}? Πώς λέμε τις λέξεις αυτές? Ντουμπλέτες?
- ή {αναδανεισμός|κωδικός δέκτριας} {...όπως το Πρότυπο:βλ εδώ|λέξη1|2|3 κλπ|γλ=}
- ΕΚΚΡΕΜΕΙ ντουμπλέτα του, ?????? ετυμολογικό ζευγάρι με το ??????
λενδ
επεξεργασίαΠρότυπο:λενδ = λόγιο ενδογενές δάνειο Το πρότυπο προϋπήρχε στο Βικιλεξικό για αρκετά χρόνια. Είναι όρος που πάρθηκε από ΠΗΓΗ? Υπονοεί εμπλοκή ξένης γλώσσας χωρίς όμως να είναι διαφανές κάτι τέτοιο από τις τρεις λέξεις του όρου. Λόγιος (ΝΑΙ). Ενδογενής (ΝΑΙ: μέσα από την ίδια τη γλώσσα). Δανεισμός: (ΝΑΙ: από προηγούμενη φάση της γλώσσας, αλλά: ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ: για εξυπηρέτηση μετάφρασης ξένου όρου)
- Πώς είναι διαφορετικοί οι Ελληνογενείς ξένοι όροι του
{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}
?
- Πώς είναι διαφορετικοί οι Ελληνογενείς ξένοι όροι του
- Εδώ στο Βικιλεξικό περιλαμβάνει και τους ελληνογενείς ξένους όρους του Μπαμπινιώτη.
- ορισμός από Μωυσιάδη: «Λέξεις σχηματισμένες σε ξένες γλώσσες (συνήθως ως επιστημονικοί όροι) με συστατικά της αποδέκτριας γλώσσας, αλλά όχι πάντοτε σύμφωνα με τους νόμους παραγωγής και συνθέσεως της τελευταίας. Η κατηγορία αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελληνική, στην οποία αφθονούν οι ελληνογενείς ξένοι όροι (π.χ. πλήθος συνθέτων σε ‑λογία, ‑αλγία, ‑μανία, ‑μετρία κτλ. συχνά η απόδοση δεν είναι απολύτως βέβαιη, λ.χ. τα σύνθετα σε ‑κύτταρο συνήθως αποδίδουν τα αντίστοιχα γαλλικά ‑cyte φαγοκύτταρο < γαλλ. phago‑cyte όπου όμως υπόκειται το αρχ. κύτος, ενώ η σύνδεση των λέξεων κύτταρο και κύτος έχει αποκλειστεί από τους ετυμολόγους).» Μωυσιάδης, Θεόδωρος. Ετυμολογία: εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία. Αθήνα: Εκδ. Ελληνικά γράμματα, 2005. σελ.190.
ελληνογενή
επεξεργασίαΕΚΚΡΕΜΕΙ Πιθανόν {{εδο}}
ενδογενής διαγλωσσικός όρος
- Μπαμπινιώτης = ελληνογενείς ξένοι όροι
- Πετρούνιας: χρησιμοποιεί το διεθνισμός. Στο Βικιλεξικό χρησιμοποιείται ο όρος Κατηγορία:Διαγλωσσικοί όροι, διαφορετικό από Κατηγορία:Διεθνείς όροι.
- Ξυδόπουλος = ?
- ελληνογενή/λατινογενή ή υβριδικά κλασικά σύνθετα
- ελληνογενείς/λατινογενείς διαγλωσσικοί όροι
λόγια δάνεια
επεξεργασία{{λδαν}}
- learnedly borrowed words
εσωτερικά δάνεια
επεξεργασίαΛόγια διαχρονικά δάνεια {{λδδ}}
- είναι λόγια δάνεια, όπως της καθαρεύουσας από τ' αρχαία????? όχι
- κατά τον Πετρούνια, εσωτερικά δάνεια (σε συγχρονία) από διάλεκτο, που επικρατούν και στην κοινή π.χ. κοπελιά
ακουστικά δάνεια
επεξεργασίαΟ 'κανονικός' εξωτερικός δανεισμός (εννοείται: λαϊκά δάνεια. Τα λόγια σημειώνονται με {{λδαν}}
)
- check phono-semantic matching en:Category:Phono-semantic matchings by language
οπτικά και ορθογραφικά δάνεια
επεξεργασία- πρότυπο
{{ορθδ}}
και Κατηγορία:Ορθογραφικά δάνεια όπως ζέβρα (και όχι *ζίμπρα) στο ΛΚΝ - ταυτίζονται με τα οπτικά δάνεια του
{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}
- 2024. Το αγγλικό ΒΛεξικό δίνει κατηγορίες με τη στενή ερμηνεία: όταν λαμβάνεις επακριβώς τα σύμβολα γραμμάτων, όπως το αγγλικό NATO > νέα ελληνικά ΝΑΤΟ με τα αγγλικά σύμβολα να παραμένουν ολόιδια. wikt:en:Category:Greek orthographic borrowings from English. Αν υιοθετήσουμε κι εμείς αυτή τη (σωστή) ερμηνεία, ας αλλάξουμε όλες τις άλλες σημάνσεις (όπως στο ΛΚΝ) και τις Κατηγορίες από ορθογραφικά δάνεια σε οπτικά δάνεια. [βλ. Βικιλεξικό:Βικιδημία/2024#ορθογραφικά_και_οπτικά_δάνεια]
μεταγραφές
επεξεργασίαΤίτλος {{μεταγραφές}}
- Κατηγορία:Μεταγραφές
- πρότυπο ετυμολογίας
{{φων}}
(φωνητική μεταγραφή) - π.χ. 'μέιλ' απροσάρμοστο δάνειο ή απλώς code switching?
code switching
επεξεργασία- Είναι διαφορετικό από το 'μεταγραφές'?
- check απροσάρμοστα δάνεια. en:Category:Unadapted borrowings by language που όμως δεν χρησιμοποιείται πολύ.
μορφολογία
επεξεργασίαπροσφύματα
επεξεργασία- < ωωωω + κατάληξη -ωωω
Κατηγορίες π.χ.
- Κατηγορία:Πρότυπα ετυμολογίας του τύπου
{{θηλ ίνα}}
που δίνει Κατηγορία:Θηλυκά σε -ίνα - * Κατηγορία:Προσφύματα
{{π}}
{{πρόσφ}}
που δίνει Κατηγορίες για- Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα ωωωω- (νέα ελληνικά) - Κατηγορία:Επιθήματα
- Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα -ωωωω (νέα ελληνικά) - Κατηγορία:Προθήματα
- Κατηγορία:Λέξεις με ένθημα -ω- (νέα ελληνικά) - Κατηγορία:Ενθήματα -σπάνια-
- en:Template:af δηλαδή affix
- en:Category:Greek words by prefix Greek words prefixed with... & en:Category:Ancient Greek words by prefix
- en:Category:Greek words by suffix Greek words suffixed with... & en:Category:Ancient Greek words by suffix
- Κατηγορία:Προθήματα (νέα ελληνικά) Κατηγορία:Ενθήματα (νέα ελληνικά) Κατηγορία:Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- με το πρότυπο
{{π}}
ή{{πρόσφ}}
- και
{{υπο}}
,{{μεγ}}
για Κατηγορία:Υποκοριστικά (νέα ελληνικά) Κατηγορία:Μεγεθυντικά (νέα ελληνικά) - επίσης, Κατηγορία:Επιτατικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σύνθετα: βλ #Σύνθετα
μετακίνηση τόνου
επεξεργασία- στη σύνθεση, αεροπλάνο, αερόπλανο Κατηγορία:Μετακινήσεις τόνου (νέα ελληνικά)
αντέκταση
επεξεργασίαΕΚΚΡΕΜΕΙ
συντομεύσεις
επεξεργασίααποβολή
επεξεργασίααποβολή γ
επεξεργασία- @ΛΚΝ αποβ. του [γ]
- αποβ. του [γ] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.] ζεύγλη ζεύγλα ζεύλα
- αποβ. του [γ] πριν από [m] πέταγμα πέταμα. {πλεγμάτιον} πλεμάτι. σταλαγματιά σταλαματιά
- προαιρετική αποβ. του [γ] πριν από [m] ροδόσταγμα ροδόσταμα.
αποβολή ημιφώνου
επεξεργασία- Κατηγορία:Αποβολές ημιφώνου (νέα ελληνικά)
- αποβολή μεσοφωνηεντικού [ʝ]
περικοπή
επεξεργασία- ετικέτα {ετ|περικοπή} Κατηγορία:Περικοπές
συμφυρμός
επεξεργασία- ετικέτα {ετ|συμφυρμός} - Κατηγορία:Συμφυρμοί
- ? συναρπαγή φράσης
συγχώνευση
επεξεργασία- γενικός όρος που χρησιμποιείται @ΛΚΝ Κατηγορία:Συγχωνεύσεις (νέα ελληνικά) για τα στον στην στο, κλπ (σε+οριστικό άρθρο)
- λήμματα: σ2, σε, κράση, συναίρεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
αναπτύξεις
επεξεργασίαΑναπτύξεις φθόγγων (Κατηγορία: ΕΚΚΡΕΜΕΙ)
αναδιπλασιασμός
επεξεργασία- με αναδιπλασιασμό όπως ἀγωγός
ανάπτυξη προτακτικού α
επεξεργασίαΥπάρχει στην ετυμολογία (είτε για το νεοελληνικό, είτε για παλιότερη φάση) των:
- @ΛΚΝ: ανάπτ. προτακτ. α-
27 εγγραφές@ΛΚΝ: αβαράρω αβασκαίνω αβασταγό αβδέλλα αγκινάρα αδράχνω ακαρτέρει αλάφι.αλαφίνα αλησμονιά αλησμονώ αλισίβα αμανές αμασχάλη αμάχη αμολώ αμπάρα ανάμα απαλάμη απήγανος απίστομα αράθυμος αρλούμπα ασφάκα αχαμνός αχηβάδα αψηλός
ανάπτυξη προτακτικού s
επεξεργασίαΥπάρχει στην ετυμολογία (είτε για το νεοελληνικό, είτε για παλιότερη φάση) των:
- @ΛΚΝ: ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με άρθρο
18 εγγραφές@ΛΚΝ: σβάρνα σβόλος σβουνιά σκαθάρι σκαλτσούνι σκαντζόχοιρος σκλήθρα σκόνη σκοντάφτω σκόρος σκουντώ σκύβω σπουργίτι σπρώχνω στρίποδο σφαλάγγι στρακαστρούκα - ιδιωματικά: σπιθάρι (πιθάρι)
ανάπτυξη του γ
επεξεργασίαΥπάρχει στην ετυμολογία (είτε για το νεοελληνικό, είτε για παλιότερη φάση) των:
- προτακτικό (δημοτική): γαίμα
- @ΛΚΝ: ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.
αγέρα αγόρι άγουρος αγερική αγέρινος αποκαίγω αβγόsic@ΛΚΝ γιος γιούρια κλαίω.κλαίγομαι λαγούτο νογάω παγόνι πυρκαγιά ράγουλο - επιπλέον, στο ΒΛ
λιόκρουγμα λιοκρούγομαι (επίσης με ζ: λιοκρούζομαι) - ΕΚΚΡΕΜΕΙ να δώ τα μεσαιωνικά
- η αντίθετη διαδικασία ρεύομαι < αρχ. ἐρεύγομαι ?
Μεσαιωνικά
επένθεση
επεξεργασίαΕΚΚΡΕΜΕΙ
σχήματα
επεξεργασίακατά το σχήμα
επεξεργασία(@ΛΚΝ: κατά το σχ.) σχ. @ΛΚΝ
ά-άς
επεξεργασία-ά (απροσάρμοστο, άκλιτο) - άς (λαϊκότροπο, προσαρμοσμένο στην κλίση)
έ-ές
επεξεργασία-έ (απροσάρμοστο, άκλιτο) - ές (λαϊκότροπο, προσαρμοσμένο στην κλίση)
κολιέ - κολιές με θέμα πληθυντικύ +εδ-ες, και υποκοριστικά (κολιεδάκι) (στην Κατηγορία:Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά))
Εϊναι ή γαλλικά, ή τούρκικα (κυρίως), μερικά ιταλικά (όχι αγγλικά όπως στρες, στράπλες
- ουδ - αρσ ...ς: βερεσέ-βερεσές (βερεσέδια), ζελέ-ζελές (ζελεδάκι), ζιλέ-ζιλές, (καμπινέ)-καμπινές, κασκορσέ-κασορσές (κασκορσεδάκι), κολιέ-κολιές (κολιεδάκι), λεβιές-λεβιές (λεβιεδάκι), (λουτροκαμπινέ)-λουτροκαμπινιές, μουλινέ-μουλινές, μπερέ-[-μπερές (μπερεδάκι), οξυζενέ-οξυζενές, {πικέ}-πικές, {πλισέ}-πλισές (πλισεδάκι), πουρέ-πουρές (άκι?), ρουμπινέ-ρουμπινές, τουπέ-τουπές, φιλέ-φιλές (φιλεδάκι), φραπέ-φραπές (φραπεδάκι)
- και -ό > λαϊκότροπο -ός όπως
- παρόμοια:
- το καφέ (καφετέρια) - ο καφές, καφεδάκι δεν έχουν την ίδια χροιά, καναπέ (καναπεδάκι)-καναπές
- μόνο αρσ...ς δεν είχε ποτέ «το *...έ» ο αμανές, ο αντραντές, ο ασουρές (αραβ), ο βαλές, ο βουτυρομπεμπές, ο κατιφές, ο καφενές (καφενεδάκι), ο κεμεντζές, ο κερεστές, ο κεσές (κεσεδάκι), ο κετσές, (ο κουνενές), ο κεφτές (κεφτεδάκι), ο κουραμπιές (κουραμπιεδάκι), ο κουμπές, ο κουτεντές, ο λακές, ο λεκές (λεκεδάκι), ο λεβάντες (ιταλ), ο λουφές, ο μεζές (μεζεδάκι), ο μεντεσές, ο μεντρεσές, ο μιναρές, ο μπαξές/μπαχτσές, ο μπεζές, ο μπεμπές, ο μπερντές, ο μπιντές, ο μπουφές (μπουφεδάκι), ο ναργιλές, ο νισεστές, ο ντελβές, ο πανσές, ο παρακεντές, ο πατατοκεφτές, ο πελτές, ο περουζές, ο πουνέντες, ο ρεζές, ο ρεμπεσκές, ο ρεντές, ο σελτές, ο σεμές, ο σεφτές, ο σιροκολεβάντες, σοροκο-, ο σισανές, ο σκεμπές, ο σκερβελές, ο σουρουκλεμές, ο τεκές, ο τελεμές, ο (ντ)τενεκές, ο τέντζερης (τεντζερέδια), ο τζερεμές, ο τζουτζές, ο τρολές, ο τσεβρές, ο τσιλές, ο φιδές, ο χαβαλές, ο χαλές, ο χασές
ό-ός
επεξεργασία-o (απροσάρμοστο, άκλιτο) - ός (λαϊκότροπο, προσαρμοσμένο στην κλίση)
ευτος
επεξεργασία- ως επίθημα, μοναδική παραγωγή @ΛΚΝ] στο αχαΐρευτος
θ > φ
επεξεργασίακμ > γμ
επεξεργασίατροπή [km] < [ɣm]
- βύζαγμα -γμένος κλπ
γμα
επεξεργασία- γω > γμα αποδιάλεγμα διάλεγμα
- ζω > γμα, σσω > γμα
- με αφομ. ηχηρ. [km > γm]
- από αρχ. άνοιγμα αντάλλαγμα αντιστήριγμα απόσταγμα
- φαντάζω > φάνταγμα
o > a
επεξεργασία@ΛΚΝ
- αγκομαχώ ὀγκ(ῶ) `τεντώνω΄ -ο- + -μαχώ (< μάχομαι) κατά το ψυχομαχώ, τροπή [o > a] ...
- αργάζω [αρχ. ὀργάζω με τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-or > nar > n-ar] ]
- αρχίδι ελνστ. ὀρχίδιον (υποκορ. του αρχ. ὄρχις ὁ) με τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-orxi > enarxi > en-arxi] ]
- στεναχώρια [o > a] κατά το στενόχωρος > στενάχωρος
o > i
επεξεργασία@ΛΚΝ
- αλισάχνη αρχ. ἁλοσάχνη ... ( [o > i] ;)]
- απολογιέμαι . ἀπολογοῦμαι· τροπή [o > i] από τον αόρ. απηλογήθηκα, με “εσωτερική αύξηση” αναλ. προς ρ. που έπαιρναν [i] : αρχ. ἠθέλησα
- γαρίφαλο μσν. γαρόφαλο, γαρίφαλο ( [o > i] ίσως από επίδρ. της συγγ. λ. καρυόφυλλο)
- κατήφορος ελνστ. κατώφορος (αρχ. καταφερής) με τροπή [o > i] κατά το μσν. αόρ. ήφερα του φέρνω (αντί έφερα: επέκτ. της “αύξησης” η- (σύγκρ. ανήφορος)]
o > u
επεξεργασία[o > u] @{{Π:ΛΚΝ}}
- τροπή η [tropí] Ο29 : 1. (με αφηρ. ουσ.) αλλαγή του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται κτ.: Kανείς δεν ξέρει ποια ~ θα πάρουν τα γεγονότα. H υπόθεση / η συζήτηση πήρε καλή / άσχημη ~. 2. μετατροπή ενός αριθμού ή ενός φθόγγου σε άλλο ισοδύναμο: ~ ακεραίου σε κλάσμα. H ~ του άτονου [o] σε [u] στα βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα. 3. (αστρον.) καθένα από τα σημεία της εκλειπτικής στα οποία ο ήλιος φαίνεται να αλλάζει φορά από το ένα ημισφαίριο στο άλλο· ηλιοστάσιο
- κώφωση η [kófosi] Ο33 : I. (ιατρ.) η έλλειψη της ακοής. II. (γλωσσ.) η αποβολή των άτονων φθόγγων [i] και [u] καθώς και η τροπή των άτονων [e] και [o] σε [i] και [u] αντίστοιχα, π.χ. “του πιδί, του κτι, του χουράφ΄, ου λύκους”: H ~ είναι χαρακτηριστικό των βόρειων ιδιωμάτων της νέας ελληνικής. [λόγ. < αρχ. κώφω(σις) -ση (στη σημ. I
- υπερωικός -ή -ό [iperoikós] Ε1 : (γλωσσ.) 1. για φωνήεν που σχηματίζεται με το πίσω μέρος της γλώσσας υψωμένο προς την υπερώα: Yπερωικά φωνήεντα είναι το [o] και το [u]. 2. για σύμφωνο που σχηματίζεται με το πίσω μέρος της γλώσσας και το μαλακό ουρανίσκο: Tο “κ” είναι υπερωικό, όταν ακολουθεί σύμφωνο, [a] ή υπερωικό φωνήεν
- αγλέουρας [αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r] )
- αγκούσα [βεν. angossa ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [g] )]
- άγουρος ελνστ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r],
- ανασκουμπώνω [μσν. ανασκουμπώνω < ανασκομπώνω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [mb] )
- απιθώνω [μσν. αποθώνω ( [o > i] αναλ. προς το αντ. εσήκωσα - σηκώνω
- αυτούθε αρχ. αὐτόθεν `σ΄ αυτό ακριβώς το σημείο΄ [o > u] κατά το επίρρ. αυτού]
- αφαλός οφαλός με τροπή του αρχικού [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρ. στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-ofa > enafa > en-afa]
- βάρδουλο [βεν. *vardolo (σύγκρ. ιταλ. guardolo) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] ]
- βασιβουζούκος-μπασιβουζούκος [μπ-: τουρκ. başιbozuk -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )
- βεντούζα [ιταλ. (βεν.) ventosa (στα ιταλ. κλειστή προφ. του [o] )]
- βοή [αρχ. βοή· τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ή ηχομιμ.]
- βουβός ελνστ. βωβός ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v]
- βουίζω [μσν. βοΐζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ή ηχομιμ.)
- βουλιάζω ελνστ. βολίζω (< βολίς, δες βολίδα3) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [l] )]
- γκουβέρνο λατ. gubernum < guberno < αρχ. κυβερνῶ, [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ·
- γούρνα [μσν. γούρνα < *γόρν(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] )
- γουρούνι (λακωνική διάλ.) γρῶν(α) (ηχομιμ.: δες στο γρι) -ιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] )·
- γραβιέρα [ιταλ. groviera ( [o > a] από ορθογρ. παρανάγνωση;)
- γρεγοτραμουντάνα [βεν. gregotramontana ( [o > u] κατά το τραμουντάνα)]
- ζουπίζω [< *ζοπίζω (με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )
- καλτσούνι [ιταλ. calzon(e) -ι ( [o > u] από επίδρ. του [n] )]
- καντούνι βεν. canton -ι ... ( [o > u] από επίδρ. του [n] )]
- καρβουνιάζω καρβωνίζω < καρβων- (δες στο κάρβουνο) -ίζω ( [o > u] κατά το κάρβουνο)]
- κάρβουνο τη γεν. κάρβωνος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ) < λατ. carbo]
- καρτούτσο [1: ιταλ. cartoccio .... με τροπή [o > u] κατά το καρτούτσο2· 2: παλ. ιταλ. quartuccio ή βεν. quartuzzo]
- καρυδότσουφλο τσόφλ(ι) -ον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )]
- κιβούρι ελνστ. κιβώριον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ίσως και του [r] )]
- κλουβί < ελνστ. κλουβίον < κλωβίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )
- κοάξ κοάξ/κουάξ κουάξ κουάξ: ημιφωνοποίηση του φων. [o] πριν από [a] ]
- κουβαλώ ελνστ. κοβαλ(εύω) .. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )
- κουβάς
{{Π:ΛΚΝ}}
[o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )] - κουβέντα [μσν. κομβέντον το, κομβέντος ο... < λατ. conventus,... και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v]
- κουβέρτα [βεν. coverta ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v]
- κουβερτούρα [παλ. ιταλ. covertura ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )]
- κουβούκλιο (λατ. cubic(u)lum `κρεβατοκάμαρα΄) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] )]
- κουδούνι κώδων (πρώτο [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ), (δεύτερο [o > u] από επίδρ. του [n] )
- κουδουνίζω [μσν. κωδωνίζω < κώδων (δες κώδωνας) -ίζω ( [o > u] κατά το κουδούνι)
- κουκέτα [παλ. ιταλ. cochietta `μικρό κρεβάτι αξιωματικών στα πλοία΄ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κουκί κοκκί(ν) (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )
- κουκούδι *κοκκούδιον ( [o > u] από επίδρ. των δύο υπερ. [k] )
- κουκουνάρι *κοκκωνάριον (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [k] )
- κουμαντάρω [ιταλ. comandar(e) -ω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m]
- κουμάντο [ιταλ. comando ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )]
- κούμαρο < κόμαρον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )
- κουμμουνισμός [< κομμουνισμός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m] )]
- κουμμουνιστής [< κομμουνιστής ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m]
- κουμπάρος ιταλ. compar(e) (στις σημ. 2, 3) -ος ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [m]
- κουμπί [μσν. κομπί(ν) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και των χειλ. [mb]
- κουνούπι ελνστ. κωνώπιον ( [o, o > u, u] από επίδρ. του υπερ. [k], του [n] και του χειλ. [p]
- κουπαστή (πρβ. ελνστ. ἔγκωπον ... και τροπή [o > u] κατά το κουπί]
- κουπί κώπη ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )]
- κουπολάτης [μσν.(;) κοπολάτης ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p]
- κουράγιο [ιταλ. coraggio ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κουράδι αρχ. σκῶρ (δες στο σκατό), με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] (αποβ. του [s] ;)]
- κουρδίζω [μσν. κορδίζω < κόρ δ(α)1 -ίζω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κουρέλι < υστλατ. *coriell(um) -ιν < λατ. corium ... ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κουρντίζω [κόρντ(α) -ίζω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ), κόρντα
- κουρούνα αρχ. κορών(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]
- κουρσάρος ιταλ. corsaro -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κουρτίνα κορτίνα ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < ιταλ. cortina
- κουστούμι ιταλ. costum(e) -ι (στις σημ. 1, 2) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k]
- κουτάλι ελνστ. κώταλις ἡ `κουτάλα΄ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κούτελο αρχ. κότυλος ... ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k]
- κουτός [ελνστ. κοττός `κόκορας΄, πρβ. κότα ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k]
- κουτσο- σύγκρ. ψευδός > τσευδός) και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]
- κουτσουλιά ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )
- κουφέτο ιταλ. confetto (προφ. [mf] ) και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [f]
- κουφός αρχ. κωφός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [f] )]
- κρούστα [λατ. crusta ή μέσω του ιταλ. crosta (με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] )]
- κρούσταλλο ελνστ. κρύσταλλος μεταπλ. με βάση την αιτ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] )]
- λαουτζίκος [λαό(ς) -τζίκος κατά το φουκαρατζίκος ( [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] )]
- λουκουμάς [τουρκ. lokma -ς .... τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u]
- λουκούμι [τουρκ. lokum (αραβ. hulqum) -ι ( [o > u] από επίδρ. του [l] και του υπερ. [k] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] )]
- λουμπάρδα [ισπαν. lombarda ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]
- λουρίκι [μσν. λουρίκι(ν) < ελνστ. λωρίκιον ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) υποκορ. του ελνστ. λωρῖκα < λατ. lorica]
- λουφάζω [μσν. λωφάζω ( [o > u] από επίδρ. του [l] )
- μαντζουράνα βεν. mazorana ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) ίσως ...
- μαραγκούδικο (σχετικά με το -ούδικο αντί -άδικο): [μαραγκ(ός) -ούδικο αντί -άδικο ίσως από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή αναλ. προς το μσν. πλανούδικο `μαραγκούδικο΄ < πλανούδ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος < πλάν(η) -ούδης < -ούδ(ι) 1 -ης]
- ματσούκι < παλ. ιταλ. και βεν. mazzoca με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [k]
- μιλιούνι [ιταλ. million(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)]
- μνημούρι ελνστ. μνημόριον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )
- μουγγός [ελνστ. μογγός ... ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- μουγγρί αρχ. γόγγρος ... και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [ŋ] ]
- μουδιάζω αρχ. αἱμωδιῶ ... και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- μουλιάζω *μολιάζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < υστλατ. *molli(are) (πρβ. γαλλ. mouiller)
- μουντάρω ιταλ. montar(e) -ω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) (δες και μοντάρω)]
- μουντός ίσως < σλαβ. monĭt(ŭ) `σκοτεινός, θολός΄ -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) με συγκ. του άτ. [i] ]
- μουριά ελνστ. μορέα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] )]
- μουρμούρα2 [αρχ. μορμύρος ὁ με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και παρετυμ. μουρμούρα 1(;)]
- μουρμουρίζω ελνστ.(;) μορμυρίζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] ) < αρχ. μορμύρ(ω)
- μούρο αρχ. μόρον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και κατά το μουριά)]
- μουρούνα [ιταλ. morona ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και [ro > ru] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)]
- μουρόχαυλος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και εναλλ. ριν. [n] -
- μουρταδέλα μορταδέλα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] )]
- μουσκέτο [ιταλ. moschetto ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- μουσκεύω [μσν. μοσκεύω `υγραίνομαι΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < αρχ. μοσχεύω
- μούσκουλο ή μέσω του ιταλ. muscolo (με προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] )]
- μουστάρδα [ιταλ. mostarda ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- μούτσος [ιταλ. mozzo (ισπαν. mozo `αγό ρι΄) -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ή από κλειστή προφ. του [o] στις νότ. ιταλ. διαλέκτους)]
- μουτσούνα ) < ιταλ. (νότ. διάλ;) musone `που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια΄ ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)
- μούχλα *μόχλα (πρβ. μσν. μοχλιάζω = μουχλιάζω) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )
- μουχλιάζω [μσν. μοχλιάζω < *μόχλ(α) (δες στο μούχλα) -ιάζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- μουχρός [ίσως αρχ. *μορυχός (πρβ. αρχ. μόρυχος, ελνστ. μοριφός `λερωμένος, σκουρόχρωμος΄) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m], συγκ. του άτ. [i] και μετάθ. του [r] ]
- μπαγκανότα [ιταλ. banconota `τραπεζογραμμάτιο΄ ( [o > a] κατά τη λ. μπάνκα)
- μπαρμπούνι βεν. barbon -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )
- μπαρούμα [βεν. paroma ... [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- μπαστούνι [ιταλ. baston(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [n] )·
- μπομπονιέρα [ιταλ. bomboniera· [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b]
- μποναμάς-μπουναμάς [βεν. bonama(n) ... τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]
- μπορντέλο-μπουρδέλο μσν. μπουρδέλο < *μπορδέλο ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < βεν. bordelo
- μπουγάζι [μσν. μπουγάζι < *μπογάζι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < τουρκ. boğaz -ι]
- μπουγάς [τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπουγάτσα [μσν. πογάτσα < τουρκ. boğaça, poğaça < ιταλ. focaccia ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] και του υπερ. [γ] )]
- μπουζούκι τουρκ. bozuk (το μουσικό όργανο) -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b]
- μπούκα [ιταλ. (διαλεκτ.) & βεν. buca ... & βεν. boca ... ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπουκαδούρα [βεν. sbocadura ... ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπουκάλι [αντδ. < βεν. bocal -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < υστλατ. baucalis ...
- μπουκαδούρα [βεν. bocaporta ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπουκάρω [μσν. μπουκάρω < βεν. imbocar(e)... [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπουλούκος [τουρκ. bolluk `αφθονία, το μπόλικο΄ -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )·
- μπούμα [ιταλ. boma `αντένα του καταρτιού της πρύμνης΄ ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b-m] )]
- μπουνάτσα [ιταλ. bonaccia ή βεν. bonazza και με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]
- μπουντρούμι [αντδ. < τουρκ. bodrum -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < μσν. ιππόδρομος ...
- μπουρί [τουρκ. bor(u) `σωλήνας, βούκινο΄ -ί ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ), δες και μπουρού]
- μπουρίνι [αντδ. < βεν. borin `ελαφρός βοριάς΄ -ι ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ) < υστλατ. borinus ...
- μπουρού [τουρκ. boru `σωλήνας, βούκινο΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ), δες και μπουρί]
- μπούσουλας ιταλ. bussola ( [o > u] από προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή από επίδρ. του [l] )
- μπουτονιέρα [ιταλ. bottoniera ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
- μπρούμυτα [μσν. μπρόμυτα ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [b-m] ) ...
- μπρούντζος ιταλ. bronzo ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )·
- μύδι (πρβ. μσν. ομύδιον με ανάπτ. [o] από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-mi > tomi > t-omi] ) < ελνστ. *μύδιον
- μυρουδιά [< μυρωδιά με τροπή [o > u] από επίδρ. του [r]
- νεραγκούλα (σχετικά με το -ούλα) [ιταλ. ranuncolo με αντιμετάθ. [r-n > n-r], ίσως παρετυμ. νερό και [olo > ula] κατά το υποκορ. επίθημα -ούλα (ranuncolo: λατ. ranunculus μτφρδ...
- ντουγάνι [ίσως τουρκ. doğan `γεράκι΄ -ι με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ]
- ντουγρού [τουρκ. doğru και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]
- ντουλάπι [τουρκ. dolap -ι ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]
- ξάφνου φρ. εξ- αρχ. ἄφνω `ξαφνικά΄ και τροπή [o > u] αναλ. προς άλλα επιρρ. -ου: κάπου]
- ξεκουκίζω ἐκκοκίζω (ἐκ- > ξε-) ( [o > u] κατά τη λ. κουκί)]
- ξεκουμπίζω ἐκκομίζω (ἐκ- > ξε-), [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και τροπή [m > mb] ;]
- ουβερτούρα [ιταλ. overtura με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ]
- ούλος [< όλος με τροπή [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] ]
- (οχού/ουχού ηχομιμ., ίσως και < τουρκ. oh! `καλό!, καλά να πάθεις!΄· υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]
- -ούνι μσν. ρωθώνιον (υποκορ. του ελνστ. ῥώθων) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] : μσν. κεντρ-ούνι `(μικρό) κεντρί΄ & ιταλ. λ. σε -on(e) -ι με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. και ιταλ. διαλεκτ. -une: ιταλ. piccione, pic(c)iuni > πιτσ-ούνι]
- παντούφλα παλ. ιταλ. pantufola με ανομ. αποβ. του [o] κατά το παντόφλα]
- πεκούνι [ιταλ. piccon(e) -ι ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n], [i > e] ;)]
- περονιάζω/περουνιάζω [o > u] από επιδρ. του [n] ]
- πιγούνι αρχ. πώγων `γενειάδα΄) με παρετυμ. επι- και τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] ]
- πιρούνι ελνστ. περόνιον `μικρή περόνη, καρφάκι΄ ( [o > u] από επίδρ. του [r] και του [n], ...
- πιτσούνι [ιταλ. piccion(e)...( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [n] ) ή ιταλ. διαλεκτ. (νότ. διάλ.) pic(c)iuni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
- πουκάμισο *ποκάμισον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του υπερ. [k] )
- πουλάρι [μσν. πουλάρι(ν) < πωλάρι(ν) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] ) < αρχ. πωλάριον
- πουλάω [μσν. πουλώ < αρχ. πωλῶ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] ) και ...
- πούλβερη ιταλ. polver(e) -η κατά το σκόνη ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]
- πουνέντες(πονέντες) [ιταλ. ponente -ς & τρο πή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n]
- πούπουλο [ίσως ιταλ. (διαλεκτ.) puppolo ... ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]
- πουρί [ελνστ. πωρίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )
- πουρνό πρωνό ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] )
- ρεφούλι [ίσως βεν. refolada ... ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )]
- ρουθούνι ... ελνστ. ῥώθων `μύτη΄, πληθ. ῥώθωνες `ρουθούνια΄ ( [o > u] από επίδρ. του [n] και υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] )]
- ρουμπινές (ρομπινές) γαλλ. robinet... [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]
- ρουκάνα [< ροκάνα με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]
- ρουκέτα [βεν. rocheta ( [o > u] από επίδρ. του [k] )]
- ρουμάνι [τουρκ. orman -ι με μετάθ. του [r] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]
- ρουπάκι ... ελνστ. ῥῶπαξ (αρχ. ῥώψ) `πυκνός θάμνος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )]
- σαλαμούρα [παλ. ιταλ. ή βεν. salamora ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- σαπούνι ελνστ. σαπώνιον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] )
- σαπουνίζω [μσν. σαπωνίζω < σαπών(ιον) -ίζω ( [o > u] κατά το σαπώνιον > σαπούνι)]
- σβουνιά βονία > βουνιά ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )·
- σέσουλα [ιταλ. sessola ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]
- σίφουνας [αρχ. σίφων, αιτ. -ωνα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [n] ) (πρβ. μσν. σιφούνι)]
- σκαλτσούνι [ιταλ. (νότ. διάλ.) calzon(e)... και τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] ή από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.]
- σκουλαρίκι [μσν. σκουλαρίκιον < σκολαρίκιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )
- σκουλήκι αρχ. σκωλήκιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] ) ...
- σκουληκιάζω [μσν. σκωληκιάζω ( [o > u] κατά το σκωλήκι
- σκουμπρί *σκομβρίον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και των χειλ. [mb] ) ...
- σκουντώ ... αρχ. κοντ(ός) `πάσσαλος΄ -ώ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- σκούπα ... λατ. scopa ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )]
- σκουριά ... αρχ. σκωρία ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] )]
- σολομός ... λατ. salmo -ς με ανάπτ. [o] από επίδρ. του χειλ. [m] και υποχωρ. αφομ. [a-o > o-o] ]
- σουλατσαδόρος [ιταλ. sollazz(atore) -αδόρος ( [o > u] κατά το σουλατσάρω)]
- σουλατσάρω [ιταλ. sollazzar(e) `διασκεδάζω με ελαφρότητα΄ -ω ( [o > u] από επίδρ. του [l] )·
- σουλάτσο [ιταλ. sollazzo `διασκέδαση΄ ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]
- σουρβιά λατ. sorb(us) -ία > -ιά ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]
- σουρτούκο [βεν. sortu `γυναικείο πανωφόρι΄ < γαλλ. surtout ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) (προσθήκη -κο;)]
- σπάτουλα [αντδ. < βεν. spatola ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. *spatula ...
- σπιούνος [ιταλ. spion(e) -ος ( [o > u] από επίδρ. του [n] ή από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)
- σπιρούνι [ιταλ. speron(e) ... ή βεν. spiron -ι ( [o > u] από επίδρ. του [n] ή από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.)]
- σπουργίτι πυργίτης ... και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] ]
- στουκάρω [ιταλ. stoccar(e) -ω `χτυπώ με μυτερό όπλο΄ με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]
- στουρνάρι [ίσως < *στορυνάριον υποκορ. του ελνστ. στορύνη `νυστέρι΄, με επέκτ. της σημ. για κοφτερές πέτρες, συγκ. του άτ. [i] και τροπή [o > u] από επίδρ. του συμπλ. [rn] ;]
- στρουμπουλός ... αρχ. στρόμβος (δες λ.) (προφ.: [mb] ) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]
- σύγνεφο ...(πρβ. μσν. σύγνοφο με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )
- σφουγγάρι ... αρχ. σφόγγος, σπόγγος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g] )]
- σφουγγάτο ... σφογγάτον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g] )
- σφουγγίζω [ελνστ. σφογγίζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [g] )
- τακούνι [ιταλ. taccon(e) -ι ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]
- τζουτζούκι [τουρκ. çocuk `παιδί΄ -ι με υποχωρ. αφομ. ηχηρ. [ts-dz > dz-dz] και υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]
- τζούφιος ... ζοφ(ός) -ιος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f]
- τουρβάς-τορβάς τουρκ. torba -ς· .... τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r] ]
- τουλούπα [αρχ. τολύπ(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]
- τούρτα ... λατ. torta ( [o > u] από επίδρ. του [r] )
- τραγουδώ ελνστ. τραγῳδῶ (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] )
- τραμουντάνα ... ιταλ. tramontana ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- τραμπάκουλο [βεν. trabacolo ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]
- τράπουλα [ιταλ. trappola `παγίδα, απάτη΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]
- τρουμπέτα ιταλ. trombetta ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] )]
- τσαμπούνα ... αντδ. < ιταλ. zampogna ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] ) < λατ. symphonia ...
- τσαούλι ... και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [n] ]
- τσιλημπουρδάω ... αρχ. σιληπορδῶ ... και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [r] )·
- τσουγκρίζω *συγκρώ > *συγκρίζω .... ισχυροπ. της άρθρ., [o > u] από επίδρ. του υπερ. [g] )]
- τσουκνίδα ] (σύγκρ. ακανθόχοιρος > σκαντζόχοιρος), τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k]
- τσουράπι [τουρκ. çorap -ι ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]
- φασούλι φασίολος (δες στο φασόλι) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] ·
- φλουρί φλωρίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [l]
- φουγάρο [παλ. ιταλ. fogara, θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [γ] )]
- φουντάρω [παλ. ιταλ. fondar(e) ή βεν. fondar -ω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [n] )]
- φούντο [ιταλ. ή βεν. fondo `βάθος της θάλασσας, πάτος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [n] )]
- φουρκέτα [βεν. forcheta ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [r] )]
- φουρνέλο [ιταλ. fornello ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [r] )]
- φουρτούνα ...φορτούνα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [r] ) < βεν. (ή παλ. ιταλ.) fortuna `τύχη...
- φουσάτο φοσσάτον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] ) ... < υστλατ. fossat(um) `...
- φουφού [ιταλ. (γενοβ. διάλ.) fogon `τετράγωνη ψησταριά για μαγείρεμα στα καράβια΄ > *φουγού ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [γ] και κλειστή προφ. του [o] ) > φουβού και αφομ. ηχηρ. [f-v > f-f] (δες και -ού 4)]
- φράουλα [μσν. φράουλα < παλ. ιταλ. fraola ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]
- φτερούγα αρχ. πτερύγιον ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r]
- φτερούγισμα [ελνστ. πτερύγισμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r] κατά το πτερυγίζω > φτερουγίζω)]
- φυσούνα [φυσούν(ι) μεγεθ. -α < φυσ(ώ) -όνι ( [o > u] από επίδρ. του [n] )]
- χουβαρνταλίκι-κουβαρνταλίκι [τουρκ. hovardalιk, *kovardalιk -ι ( [o > u] κατά το χουβαρντάς)]
- χουβαρντάς-κουβαρντάς [τουρκ. hovarda, *kovarda -ς ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του χειλ. [v] )·
- χουλιάρι ... χουχλιάριον ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [x] και του [l]
- ψαλμουδιά [ελνστ. ψαλμῳδία (δες λ.) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και ...
- ψαχουλεύω *ψαχοχαλεύω > *ψαχαλεύω (απλολ. [xoxa > xa] ) και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [x] και του [l],
- ψώνιο ... ψώνι (πρβ. μσν. ψούνι με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [n] )
Επιπλέον:
- τσέτουλα @Μπαμπ2010 πιθ. αντιδάν., < βεν. cetola / zetola (ιταλ. cedola) < υστλατ. schedula, υποκορ. τού λατ. scheda / scida «φύλλο παπύρου ή χαρτιού» < ελνστ. σχίδα «σχίζα, πελεκούδι» < αρχ. σχίζω (βλ.λ.). Ορισμένοι εικάζουν ότι το λατ. scida πρ...
[o > u] από τουρκικά:
- @ΛΚΝ βλ. κουβάς, μπουγάζι, μπουγάς, μπουγάτσα, μπουζούκι, μπουλούκος, μπουντρούμι, μπουρί, μπορού, ντουγάνι, ντουγρού, ντουλάπι, (οχού, ουχού), ρουμάνι, τζουτζούκι, τουρβάς, τσουράπι, χουβαρνταλίκι, χουβαρντάς
[o > u] από ιταλικά ή βενετικά:
- @ΛΚΝ:
κτ > χτ
επεξεργασίατροπή [kt] < [xt]
- όλοι οι παθητικοί αοριστικοί στη δημοτική όπως
χτος & στος
επεξεργασίαβλ αγγίζω#Κλίση με διπλά χτος -στος (διπλό αοριστικό θέμα σε -κ και σε -σ)
- ανέγγιχγος, ανέγγιστος. γλυκοβύζαχτος-γλυκοβύζαστος
λφ > ρφ
επεξεργασίαανομ. (ανομοιωτική) τροπή [lf > rf] κατά το αδελφός > αδερφός
Αστερίσκος
επεξεργασία- αμάρτυρος, * αστερίσκος αντιγραμματικός επανσυντεθειμένος ανασύνθεση
- Κατηγορία:Πρωτογλώσσες
- Κατηγορία:Αμάρτυροι τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Τα λήμματα, με αστερίσκο (γίνεται σωστά η αλφαβητική κατάταξη) + φτιάχνουμε και REDIRECT από τη σκέτη λέξη προς τον αστερίσκο αν υπάρχει περίπτωση κάποιος να την ψάχνει.
- en:Category:Proto-Indo-European lemmas αποφυγή αστερίσκου στο link: δεν υπάρχει τεχνικός λόγος
- fr:Annexe:indo-européen commun
- es:Categoría:Protoindoeuropeo-Español απευθείας αστερίσκος
Απόγονοι
επεξεργασία- en:Template:desc και η Συζήτησή του.
{{απόγ}}
,{{απόγονοι}}
,{{απόγονοι2}}
Υλικό
επεξεργασία- Βικιλεξικό:Οδηγός για νέους χρήστες/Ετυμολογία χρειάζεται επαναβεβαίωση προτύπων. (το Βοήθεια:Ετυμολογία είναι προς αναθεώρηση)
- Κατηγορία:Ετυμολογία (νέα ελληνικά)|(νέα ελληνικά) & Κατηγορία:Ετυμολογία (αρχαία ελληνικά) Εδώ, ετυμολογία & μορφολογία.
- Κατηγορία:Πρότυπα ετυμολογίας
- Συζητήσεις: συζήτησης
Παρατήρηση για την ονοματοδοσία των Κατηγοριών.
- Στις Κατηγορίες, η έκφραση Κατηγορία:.....ές λέξεις ... χρησιμοποιείται μόνο στην Κατηγορία:Προέλευση λέξεων. Όλες οι άλλες εκφέρονται ως Κατηγορία:Τάδε είδος π.χ. Δάνεια (όνομα γλώσσας ουδέτερο πληθυνικός). π.χ. [[:Κατηγορία:Δάνεια (νέα ελληνικά)
- εξαιρέσεις: ελληνιστική κοινή, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, πρωτο....
- οι όροι στο Module:Languages
Βιβλιογραφία
επεξεργασίαΕτυμολογία ελληνικών, γενικά
Βιβλιογραφία για την ετυμολογία νέων ελληνικών:
- Εισαγωγή του Ευάγγελου Πετρούνια
{{Π:ΛΚΝ}}
(όπου ήταν υπεύθυνος για την ετυμολογία) - Ευάγγελος Πετρούνιας: Εισαγωγή 1998, και Ιδιαιτερότητες για την ετυ. ελλ. λέξεων, 2000 @greek-language.gr
- Εισαγωγή στο
{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}
(κεφάλαιο 6) - Εισαγωγή και Παραρτήματα στο
{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}
{{Π:Ανδριώτης 1983}}
(φωτοτυπική ανατύπωση του λεξ. 1951) en:Template:R:Andriotis 1983- Μωυσιάδης, Θεόδωρος. Ετυμολογία: εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα, 2005. [out of print]
- Μωυσιάδης @linguarium
Για την ετυμολογία αρχαίων ελληνικών
{{R:grc:Beekes}}
Beekes, R. Etymological Dictionary of Greek. In two volumes. With the assistance of Beek, L. van. (Leiden Indo‑European Etymological Dictionary Series, Volume 10.) Pp. xlviii + 1808. Leiden and Boston: Brill, 2010. ISBN: 978-90-04-17418-4 (set).- a lot of pregreek! Υπάρχει pdf
{{R:Hofmann}}
{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}
Για τα μεσαιωνικά ελληνικά
- Οι σύντομες σημειώσεις του Κριαρά plus γενικά νελλ λεξικά. Δυστυχώς το online
{{Π:Κριαράς Μεσ}}
είναι σε μονοτονικό, 14 τόμοι. Σταματά στο λήμμα 'παραθήκη'. Το πρωτότυπο πολυτονικό για τους τόμους 1 έως 4 υπάρχει σκαναρισμένο στο{{Π:Κριαράς Μεσ2}}
Από κει και πέρα, μονοτονικό, φτάνει στον τόμο 19.
Γενικό reference:
- Fromkin Victoria, Rodman Robert, Hyams Nina. Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας. Ξυδόπουλος Γιώργος Ι. (επιμ.) Μεταφραστές από τα αγγλικά: Τσαγγαλίδης Αναστάσιος, Παπαδοπούλου Φανή, Ξυδόπουλος Γιώργος Ι., Βάζου Έλλη. Αθήνα: Πατάκης, 2018, 13η έκδοση (1η έκδ:2008). (Προσαρμογή με ελληνικά παραδείγματα). Πρωτότυπο: An introduction to language. Βοστώνη: Thomson/Wadsworth, 2003.
- Χρήσιμο το αγγλο-ελληνικό γλωσσάρι του. Τα παραδείγματα είναι προσαρμοσμένα για την ελληνική.
- Κρύσταλ, Ντέιβιντ (Crystal, David). Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μετάφραση: Γιώργος Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης, 2008 (1η έκδοση:2003). Βασισμένο στην 4η έκδοση (επαυξημένη) του A dictionary of linguistics and phonetics. Blackwell Publishers, 1997. (1η έκδοση: Andre Deutsch, 1980)
Για τους συντάκτες
επεξεργασία- Δεν 'φανταζόμαστε' ετυμολογίες, ούτε αυτοσχεδιάζουμε. ΜΟΝΟΝ μεταφέρουμε ό,τι βλέπουμε σε συγκεκριμένη πηγή, που την αναφέρουμε με ref.
- Αναφέρουμε (με το όνομα του ετυμολόγου) κάθε διαφορετική ετυμολόγηση, κάθε θεωρία.
- Προτάσσουμε ό,τι είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο, για να βλέπουν οι αναγνώστες την πηγή.
- Κατηγορία:Πρότυπα βιβλιογραφίας
- Επιδιώκουμε πάντα να υπάρχει ref, όχι μόνον στην ετυμολογία, ιδιαιτέρως για πιο σπάνιες λέξεις: πού τις βρήκαμε.
- Για τα αρχαία και τα λατινικά (και όλες τις νεκρές γλ), πάντα στις Πηγές υπάρχει το
{{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}
και για τα αρχ.ελλ το{{Π:Λίντελ}}
(το μικρό, ελληνικά ΑΝ έχει τη λέξη -ελέγχουμε, γιατί έχει όλες τις λέξεις του μεγάλου LSJ-) - Για τα μεσαιωνικά, βλ.
{{Π:Κριαράς Μεσ}}
και κυρίως:{{Π:Κριαράς Μεσ2}}
,{{R:LBG}}
Βικιλεξικό:Κριτήρια συμπερίληψης#Νεολογισμοί και πρωτολογισμοί
- Νεολογισμοί: επιλέγουμε κατάλληλα παραθέματα με documentation από το google ή το books.google
- Πρωτολογισμοί των επισκεπτών: μέχρι στιγμής (2019) σβήνονται. Μπορεί όμως να υπάρξει μια φιλοξενούσα σελίδα όπως en:Appendix:List of protologisms. Βλ. Χρήστης:Sarri.greek/Αρχείο πρωτολογισμών
Πρόταση για παρατήματα (Κατηγορία:Παραρτήματα)
- πιθανές λέξεις ή δυνάμει λέξεις (γραμματικές, και επιπλέον με διαφανή σημασία. Ονομάζονται: ????) π.χ. σύνθετα με τα ψευδο-, ψευτο-, κρυφο-, σιγο-, και τα παρόμοια, που δεν υπάρχουν σε λεξικά, αλλά μπορούν να ειπωθούν ως περιστασιακές συνθέσεις (άλλος όρος περιστασιακή παραγωγή). Στο ερώτημα αν η μακροδομή του Βικιλεξικού θα συμπεριλάβει τέτοιες λέξεις, είμαι υπέρ της διατήρησης, βάσει των επιχειρημάτων της Αναστασιάδη εδώ «Η λεξική μεταβολή που εμφανίζεται με τη μορφή της νεολογίας διατηρεί ιδιαίτερες σχέσεις με τη λεξικογραφία, αφού κατά κανόνα οι λεξικογράφοι περιμένουν πρώτα να κωδικοποιηθεί ένας νεολογισμός, δηλ. να αποβάλει εν μέρει τη νεολογική του ιδιότητα, για να αποκτήσει δικαίωμα εισόδου στο λεξικό. Στο ΑΛΝΕ, ωστόσο, δεν τηρήθηκε η παράδοση αυτή, από τη στιγμή που αποφασίστηκε να καταγραφεί η νέα ελληνική σε ένα λεξικό μεγάλου μεγέθους»
- Κοινά λάθη = βλ. Συζήτηση ΒΚΔΜ2019 = μπαίνουν στην Κατηγορία:Ανορθογραφίες (νέα ελληνικά)
- Χρήστης:Sarri.greek/Λέξεις που δεν υπάρχουν
- update Παραρτήματα Γραμματικής.
- Παράρτημα:Γλωσσάρι γλωσσολογίας με όρους ελληνικά και σε μερικές γλώσσες.
- Πολύγλωσσα Παράρτηματα και Βικιλεξικό:Οδηγός προφοράς με διάταξη: host language - the 6 United Nations languages - other examples. Αν έχουμε τις έξι γλώσσες του ΟΗΕ σε γλωσσάρια, αυτό θα είναι πολύ χρήσιμο
Εκκρεμείς ετυμολογίες
επεξεργασία- σμέουρο 2020.07.18. Δεν έχουν λήμμα τα
{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}
ούτε το{{Π:ΛΚΝ}}
. Έχει μόνον το{{Π:Μπαμπινιώτης 2002}}
με < αρχ. μόρον, σχόλιο: ανάπτυξη <σ> βλ. διαλεκτικό σμούρο
Απορίες
επεξεργασίαπώς λέγονται
επεξεργασίαΠοιοι είναι οι όροι για
- πλαστές λέξεις, κατασκευασμένες
- Κατηγορία:Λέξεις από τις τέχνες και τους θρύλους πλαστές λέξεις από συγκεκιμένο συγγραφέα
- en.wikt =
- Πώς λέγονται οι νεολογισμοί / πλαστές λέξεις μιας γενιάς: που ζουν όσο μια γενεά δηλαδή εφήμεροι, ήταν έκφραση της μόδας για μια δυο δεκαετίες, όπως Αλακαλακούμπα
- Εφήμεροι νεολογισμοί?
- λέξεις με πατρότητα όπως en:Category:Coinages by language. Συγκεκριμένο άτομο δημιούργησε τον όρο.
δεν βρέθηκε
επεξεργασίαΔεν βρέθηκε σε λεξικό, ή βρέθηκε μόνο σε μεμονωμένο λεξικό χωρίς καμιά αναφορά
- Μεσαιωνικό μενεστρέλος. Μοναδική πηγή ο
{{Π:Πάπυρος}}
, χωρίς καμιά αναφορά. - η Λευκονόη, (λατίνοι συγγραφείς, ελληνική μυθολογία ντεμέκ, δήμος της Αθήνας επίσης άγνωστη τέτοια λέξη)
- meteris ως τουρκική (σύγχρονη) λέξη. Βρέθηκε μόνο οθωμανική 2021. βλ μετερίζι
- πίωμα στην ετυμολογία του ΛΚΝ πιόμα. Μήπως ξεχάσανε τον αστερίσκο. βλ. λήμμα πιόμα
- πιῶμα γραφ μεσαιωνικού, στην ετυμολογία του λήμματος πιώμα
{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}
. Βρίσκουμε στον Κριαρά πιόμα χωρίς σχόλιο για άλλη γραφή. βλ. λήμμα πιόμα
διάφορα
επεξεργασία- ἀφηρός. ΧρονικόνΜορέος.χφ=? Βικιλεξικό:Ζητούμενα_λήμματα/2021#αφηρός
ετυμολογίες λέξεων
επεξεργασίααπαλειπτικός - αλείφω Πώς βγαίνει από θέμα με χαρακτήρ φ το *πτικός* - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βλ. Μπαμπ.2010. αλείφω, απαλείφω.
- πλήρης μορφή λειφ- ΠΙΕ κατα en:αλείφω, *h₂leybʰ- Κατά Μπαμπ2010. *leibh-
- μεταπτωτική βαθμίδα λιπ-λίπος As in en:bleiben *lip- (“to stick, glue”)
- as in en:live, en:Reconstruction:Proto-Indo-European/leyp-
- ??ἀλείφω ἀπαλείφω ἀπάλειψις leip-s- +-τικός
Ο Δημητράκος το αναφέρει ως μσν. Βλ. DGE, Bailly 2020 https://logeion.uchicago.edu/ἀπαλειπτικός
Δες και ληπτικός λαμβάνω λήψη
Μεσαιωνικό. Ο Κριαράς: βάγ(ι)ο + -ωνιά. Τι --ωνιά είναι αυτό? θημωνία > θημωνιά έχουμε....
- 'διόρθωση' του μπουκαμβίλια? Αν ήταν και ορθδ, τότε θα είχαμε αναδανεισμό?
- σημείωσα ότι δεν έχει συνίζηση. Σωστό ή λάθος?
ε μεσαιωνικό
επεξεργασία- επτωχός Είναι προτακτικό? need confirmation. Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα ἐ- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- -ι-, σε συνοπτικά θέματα. Αλλά τι είναι το ι στο τειχεσιπλῆτα? δοτική?
-ίας -τίας
επεξεργασία- to confirm:
{{Π:Μπαμπινιώτης 2010}}
τολμη(τής) > τολμητίας με -τίας Αλλά οἴημα, οιματ- > οἰηματίας + -ίας- όπως και όλα τα νεότερα -ίας που προέρχονται από ουδέτερα με θέμα ...ατ-+ ίας. (επιχειρηματ-ίας, επαγγελματ-ίας)
-ιζα τοπωνύμια
επεξεργασίαΕκτός από τις -ιζα λέξεις ιταλικής ή άλλης ευρωπαικής προέλευσης (π.χ. κορνίζα, μαρκίζα)
έχουμε τοπωνύμια σε -ιζα ίσως αρβανίτικης ή αλβανικής προέλευσης
Κατηγορία:Τοπωνύμια με επίθημα -ιζα (νέα ελληνικά)
- Βάρκιζα -...ë + -za, Βένιζα
- στην Ύδρα, Νίσιζα ή Νήσιζα, Λιμινιώνιζα
- χρειάζεται παράθεμα δημοτικής για επιβεβαίωση προφοράς με συνίζηση. Οπότε κλη? 2021.06.23.
doublet
επεξεργασία- doublet, triplet etc στον
{{αναδανεισμός}}
. μετάφραση?- ντουμπλέτες, τριπλέτες, τετραπλέτες.
- ετυμολογικό ζεύγος/ζευγάρι του ... και του ... και του?
αναθεώρηση ετυμολογιών
επεξεργασία- παράδοση - σμσδ @ΛΚΝ - παρατήρηση@en.wikt
ανθρώποι
επεξεργασίαΟι λαϊκοί πληθυντικοί όπως άνθρωπος-ανθρώποι, δάσκαλος-δασκάλοι, μάστορας-μαστόροι, ... πώς προέκυψαν?
- Υποθέτουμε ότι δεν εμπλέκεται η ποσότητα των αρχαίων διφθόγγων (μακρές) και το ότι αυτές λαμβάνονταν ως βραχείες συλλαβές στο τέλος κλιτών λέξεων
- αλλά μάλλον, επίδραση της γενικής του ανθρώπου, των ανθρώπων, +αιτ.πληθ τους ανθρώπους και σχηματισμός της ονομαστικής πληθυντικού αναλογικά?
αοριστικό + -μα
επεξεργασία- αοριστικό θέμα + -μα, αλλά όχι σε αοριστικό θέμα με -ίζω, -ισ....: αλλά με + -ισμα: κατρακύλισμα < κατρακυλώ
καθαρεύουσα προς κοινή
επεξεργασίαΠώς μαρκάρεται η σχέση καθαρεύουσα προς κοινή νεοελληνική? λόγιο διαχρονικό δάνειο ή κάτι άλλο (λόγιο εσωτερικό συγχρονικό δάνειο?)
λόγιος υπάρχει πλέον?
επεξεργασίαΣτην ετυμολογία, λόγιο, λόγιο δάνειο
- μέχρι και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: ορισμός π.χ.λόγιο δάνειο
- από τον 21ο αιώνα και μετά, με 1) υποχρεωτική 12χρονη παιδεία και 2) υποχρεωτική δεύτερη γλώσσα: τι σημείναι πλέον λόγιο?
- λόγιο > = εξειδικευμένο λεξιλόγιο/ ορολογία (κάποιας επιστήμης ή τέχνης).
- υπάρχει ακόμη η έννοια 'λέξη των γραμματιζούμενων, των μορφωμένων? αφού όλοι πλέον έχουν περίπου την ίδια εκπαίδευση?
λόγιο διαχρονικό δάνειο σε άλλες γλώσσες
επεξεργασίασε γλώσσα, από παλιότερη φάση της
- όπως αρχαία ελληνικά → (καθαρεύουσα) → κοινή νεοελληνική
Σε ποιες άλλες γλώσσες υπάρχει το {{λδδ}}
? που έχουν αρχαίο υπόβαθρο?
- στα κινεζικά?
- στα ιταλικά? Για ποιο λόγο δεν είναι λδδ και χρησιμοποιούμε
{{ετυμ}}
? - στα γαλλικά?
τουρκικά ή οθωμανικά τουρκικά?
επεξεργασία- Κατηγορία:Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά) / Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Κατηγορία:Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)/ Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Κατηγορία:Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά) / Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
Τα περισσότερα λεξικά, ή στις περισσότερες ετυμολογίες βρίσκουμε < από τουρκικά tr. ή trk?. (Το ΛΚΝ δεν αναφέρει ποτέ ota)
- Tα ota φτάνουν μέχρι το 1929. Μπορεί να είναι < αραβικά ή < περσικά και λιγότερο < τουρκικές γλώσσες trk, ή Common turcik.
- άρα? οι περισσότερες τουρκογενείς προελεύσεις και δάνεια θα πρέπει να είναι
- ή < ota
- ή < κάποιο undercurrent τουρκικής 'δημώδους'? που υπήρχε κατά την περίοδο των ota? Κάθε λέξη πρέπει να εξετάζεται χωριστά? Αν λόγια, τότε ota, αν λαϊκή, τότε ? ‑‑Sarri.greek ♫ | 18:26, 19 Ιουλίου 2020 (UTC)