αντιγραμματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιγραμματικός < απόδοση για την αγγλική ungrammatical: όρος που δημιουργήθηκε από τον Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky). Αναλύεται σε αντι- + γραμματικός[1]
Επίθετο επεξεργασία
αντιγραμματικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) τύπος ή φράση που παραβιάζει κανόνες της γραμματικής, που αστοχεί φωνολογικά, μορφολογικά ή ορθογραφικά
- σημειώνεται με * (αστερίσκο) πριν από τον μη αποδεκτό τύπο
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αμάρτυρος τύπος
- υποθετικός τύπος
- επανασυντεθειμένος, ανασυντεθειμένος τύπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιγραμματικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)