απόδοση
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόδοση | οι | αποδόσεις |
γενική | της | απόδοσης* | των | αποδόσεων |
αιτιατική | την | απόδοση | τις | αποδόσεις |
κλητική | απόδοση | αποδόσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδόσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απόδοση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόδο(σις) + -ση [1] < ἀποδίδωμι < ἀπό + δίδωμι
- για τη σημασία «επιστροφή πράγματος» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rendement
- για την ελεύθερη μετάφραση < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική rendering
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpo.ðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐δο‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απόδοση θηλυκό
- το να δίνεις ή να επιστρέφεις ή να διανέμεις κάτι σε όποιον ανήκει ή του οφείλεται
- ↪ Η απόδοση του αριθμού φορολογικού μητρώου ολοκληρώνεται άμεσα (η έκδοση αριθμού μητρώου που απαιτεί ο νόμος)
- ↪ Κατατέθηκε στεφάνι προς απόδοση τιμών στο νεκρό στρατιώτη (για αυτά που προσέφερε)
- ↪ Βρέθηκα τα χρυσαφικά που σας έκλεψαν κυρία μου, αλλά η απόδοση των κλοπιμαίων μπορεί να γίνει μόνον μετά την εκδίκαση της υπόθεσης
- ↪ Διενεργείται ανάκριση για την απόδοση ευθυνών σχετικά με το μεγάλο σκάνδαλο με τη Ζίμενς
- η εξήγηση ενός γεγονότος με τη σύνδεσή του με κάποιο άλλο που θεωρείται αιτία του
- ↪ η απόδοση της ανόδου των τιμών σε πολιτικά αίτια αμφισβητείται
- η άποψη ότι ένα έργο ανήκει σε έναν δημιουργό
- ↪ η απόδοση της επιστολής αυτής στον Πλάτωνα έχει γίνει αντικείμενο διαφωνιών
- η ερμηνεία ενός ρόλου ή μουσικού κομματιού
- ↪ η απόδοση του ρόλου ήταν κατώτερη των προσδοκιών του κοινού
- η παραγωγή ενός όγκου έργου ή εισοδήματος
- ↪ Λέω να πάρω καμιά βιταμίνη γιατί έχει πέσει πολύ η απόδοσή μου στη δουλειά
- ↪ Το νέο κλιματιστικό δεν έχει καλή απόδοση (δεν αποδίδει σύμφωνα με το κόστος, τις προσδοκίες του καταναλωτή ή τις προδιαγραφές του κατασκευαστή)
- (οικονομία) η παραγωγή υπεραξίας
- ↪ Τι απόδοση έχει όμως το κεφάλαιό σου;
- (γραμματική) το δεύτερο μέρος, σε σύνθετη πρόταση, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός, προαναφερθέντος, πρώτου μέρους
- (για μεταφράσεις) ελεύθερη μετάφραση
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απόδοση
Επεξεργασία
- ↑ «απόδοση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.