ονομαστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ονομαστική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνομαστική, θηλυκό του ὀνομαστικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.no.ma.stiˈci/
- ομόηχο: ονομαστικοί
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νο‐μα‐στι‐κή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ονομαστική θηλυκό
- (γραμματική) η πτώση με την οποία δηλώνεται το υποκείμενο στα κλιτά μέρη του λόγου
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πτώση - ονομαστική - γενική - δοτική - αιτιατική - κλητική - αφαιρετική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γραμματική πτώση
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ονομαστική
- ενικού, θηλυκού γένους του ονομαστικός
Πηγές
επεξεργασία
- ονομαστική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ονομαστική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)