Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποκείμενο τα υποκείμενα
      γενική του υποκειμένου
υποκείμενου
των υποκειμένων
    αιτιατική το υποκείμενο τα υποκείμενα
     κλητική υποκείμενο υποκείμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκείμενο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποκείμενο ουδέτερο

  1. ζώο ή άνθρωπος που υποβάλλεται σε επιστημονικό πείραμα
    Το φάρμακο προκάλεσε αρνητική αντίδραση σε τρία από τα υποκείμενα.
  2. ζώο ή άνθρωπος για τον οποίο αναφερόμαστε ή κάνουμε ανάλυση
  3. (γραμματική) η λέξη ή σύνολο λέξεων (ονοματική φράση) που μας δείχνουν ποιος ενεργεί, παθαίνει κάτι, ή βρίσκεται σε μια κατάσταση
    Το υποκείμενο της πρότασης «ο αγριεμένος σκύλος δάγκωσε το αγόρι» είναι «ο αγριεμένος σκύλος».
  4. (μεταφορικά, υβριστικό) κακής ποιότητας άνθρωπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία