υποκείμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποκείμενο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποκείμενο ουδέτερο
- ζώο ή άνθρωπος που υποβάλλεται σε επιστημονικό πείραμα
- ⮡ Το φάρμακο προκάλεσε αρνητική αντίδραση σε τρία από τα υποκείμενα.
- ζώο ή άνθρωπος για τον οποίο αναφερόμαστε ή κάνουμε ανάλυση
- (γραμματική) η λέξη ή σύνολο λέξεων (ονοματική φράση) που μας δείχνουν ποιος ενεργεί, παθαίνει κάτι, ή βρίσκεται σε μια κατάσταση
- ⮡ Το υποκείμενο της πρότασης «ο αγριεμένος σκύλος δάγκωσε το αγόρι» είναι «ο αγριεμένος σκύλος».
- (μεταφορικά, υβριστικό) κακής ποιότητας άνθρωπος