Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός subject
συγκριτικός more subject
υπερθετικός most subject

subject (en) (επίσημο)

  1. υπόκειμαι, που είναι πιθανό να επηρεαστεί από κάτι, ειδικά από κάτι κακό
    ⮡  The salary is subject to a 5% deduction.
    Ο μισθός υπόκειται σε κρατήσεις 5%.
    ⮡  These products are subject to change.
    Τα προϊόντα αυτά υπόκεινται σε αλλοιώσεις.
  2. εξαρτιέμαι, καθορίζομαι, που εξαρτάται από κάτι προκειμένου να ολοκληρωθεί ή να συμφωνηθεί
    ⮡  Expansion is subject to the available capital.
    Η ανάπτυξη εξαρτάται από τα κεφάλαια που υπάρχουν.
    ⮡  My expenses are subject to my income.
    Τα έξοδά μου καθορίζονται από το εισόδημά μου.
  3. υπόκειμαι, βρίσκομαι υπό τον έλεγχό του
    ⮡  The matter is subject to the authority of the president of the organization.
    Το ζήτημα υπόκειται στις αρμοδιότητες του προέδρου του οργανισμού.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
subject subjects

subject (en)

  1. το θέμα, η υπόθεση, ένα πράγμα ή πρόσωπο που συζητείται, περιγράφεται ή αντιμετωπίζεται
    ⮡  the subject of an essay - το θέμα μιας έκθεσης
    ⮡  the subject of a conversation - το θέμα μιας συνομιλίας
    ⮡  He can write about any subject you can imagine.
    Μπορεί να γράψει για οποιοδήποτε θέμα φανταστείς.
    ⮡  While we are still on the subject of overtime.
    Ενώ είμαστε ακόμα στο θέμα των υπερωριών.
    ⮡  I stray from the/I get back to the subject.
    Βγαίνω από το/ξαναγυρίζω στο θέμα.
    ⮡  When we came to the subject of the loan…
    Όταν ήρθαμε στην υπόθεση του δανείου…
     συνώνυμα:  matter και topic
  2. (γραμματική) το υποκείμενο
  3. ο υπήκοος
    ⮡  all Greek subjects - όλοι οι Έλληνες υπήκοοι
ενεστώτας subject
γ΄ ενικό ενεστώτα subjects
αόριστος subjected
παθητική μετοχή subjected
ενεργητική μετοχή subjecting

subject (en) (επίσημο)

  • υπόκειμαι
    ⮡  The employees are subject to the control of their directors.
    Οι υπάλληλοι υπόκεινται στον έλεγχο των διευθυντών τους.