υπόθεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπόθεση | οι | υποθέσεις |
γενική | της | υπόθεσης* | των | υποθέσεων |
αιτιατική | την | υπόθεση | τις | υποθέσεις |
κλητική | υπόθεση | υποθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπόθεση < αρχαία ελληνική ὑπόθεσις < ὑποτίθημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπόθεση θηλυκό
- ένα θέμα που μας απασχολεί
- τι γίνεται με την υπόθεση του σπιτιού;
- ένα σύνολο στοιχείων και γεγονότων που εξετάζονται ως ενότητα
- μια πολύκροτη δικαστική υπόθεση
- μία πρόταση με την οποία υποθέτουμε κάτι το οποίο είτε είναι δυνατόν να συμβεί είτε αδύνατο είτε απλώς πιθανό, ώστε να εξετάσουμε ή να δηλώσουμε τα πιθανά αποτελέσματα
- (γραμματική) το πρώτο σκέλος ενός υποθετικού λόγου με δεύτερο την απόδοση· συνήθως είναι υποθετική πρόταση που εισάγεται με το αν, μπορεί όμως να είναι και ευθεία ερώτηση ή να έχει άλλες μορφές.
- (λογική, μαθηματικά) βλ. συνώνυμο εικασία
- (λογική) το πρώτο (αριστερό) μέρος της συνεπαγωγής[1][2]
- Αντώνυμο: συμπέρασμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόταση
γραμματική
λογική - εικασία
λογική για συνεπαγωγή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πατσάκης Νικόλαος, Παπαδάκης Γεώργιος (Ηράκλειο 2014), «Σύστημα για Επεξεργασία Λογικών Εκφράσεων, 11.9 Συνεπαγωγή και Ισοδυναμία (Material Implication and Equivalence)», σελ.42. Προσπέλαση 2020-03-01
- ↑ Κωνσταντίνος Τσίχλας, «Διακριτά μαθηματικά - Βασικά στοιχεία λογικής», σελ. 23-25, Department of Informatics at Aristotle University. Προσπέλαση 2020-03-01