ενικός         πληθυντικός  
hypothesis hypotheses
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hypothesis (en)

  1. (μετρήσιμο, λογική, μαθηματικά) η υπόθεση, μια ιδέα ή εξήγηση που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί αληθινή
    ⮡  a scientific hypothesis - μια επιστημονική υπόθεση
    ⮡  I put forward a hypothesis.
    Διατυπώνω μια υπόθεση.
    → δείτε τη λέξη theory
  2. (μη μετρήσιμο) η υπόθεση, η εικασία
    ⮡  Your suspicions are based on hypotheses.
    Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.
    ⮡  It’s all hypotheses.
    Όλα αυτά είναι εικασίες.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Υπερώνυμα

επεξεργασία