hypothesis
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hypothesis | hypotheses |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhypothesis (en)
- (μετρήσιμο, λογική, μαθηματικά) η υπόθεση, μια ιδέα ή εξήγηση που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί αληθινή
- ↪ a scientific hypothesis - μια επιστημονική υπόθεση
- ↪ I put forward a hypothesis.
- Διατυπώνω μια υπόθεση.
- → δείτε τη λέξη theory
- (μη μετρήσιμο) η υπόθεση, η εικασία
- ↪ Your suspicions are based on hypotheses.
- Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.
- ↪ It’s all hypotheses.
- Όλα αυτά είναι εικασίες.
- ↪ Your suspicions are based on hypotheses.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hypothesis - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόθεση