surmise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
surmise | surmises |
surmise (en) (επίσημο, μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η υπόθεση
- ↪ Your surmise was correct.
- Η υπόθεσή σου ήταν σωστή.
- ↪ Your surmise was correct.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη hypothesis
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | surmise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | surmises |
αόριστος | surmised |
παθητική μετοχή | surmised |
ενεργητική μετοχή | surmising |
surmise (en)
Πηγές
επεξεργασία- surmise (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- surmise (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόθεση