Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
surmise surmises

surmise (en) (επίσημο, μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η υπόθεση
    ⮡  Your surmise was correct.
    Η υπόθεσή σου ήταν σωστή.

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας surmise
γ΄ ενικό ενεστώτα surmises
αόριστος surmised
παθητική μετοχή surmised
ενεργητική μετοχή surmising

surmise (en)

  1. συμπεραίνω
  2. υποθέτω