Ετυμολογία

επεξεργασία

υποθέτω, αόρ.: υπέθεσα, παθ.φωνή: υποτίθεμαι, μτχ.π.ε.: υποτιθέμενος, π.αόρ.: υποτέθηκα/υπετέθη3o

  • εξετάζω κάτι ως ενδεχόμενο ή πιθανά αληθινό χωρίς όμως να υπάρχουν στοιχεία ότι αληθεύει ή ότι σίγουρα θα επαληθευτεί μελλοντικά

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία