τίθημι
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τίθημι < με ανομοίωση από το *θίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁- (τίθημι, θέτω)
ΡήμαΕπεξεργασία
τίθημι, μέση φωνή: τίθεμαι
- θέτω, τοποθετώ, βάζω κάτι κάπου
- (με αιτιατική ή δοτική) δίνω κάτι σε κάποιον
- (με απαρέμφατο) θεωρώ ή τοποθετούμαι.
Επεξεργασία
- θήκη
- θής
- νομοθέτης
- θέσις
- θετός
- θεσμός
- θέμα
- ἔθω
- θέμεθλα
- θεμέλιος
- θέμις
- θεός
- θέσμιον
- θέσμιος
- Θέσμιος
- θετέος
- θετήρ
- θέτης
- θετικός
- θῆμα
- θημών