Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παραδίδομαι < μέση-παθητική φωνή του ρήματος παραδίδω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈði.ðo.me/

  ΡήμαΕπεξεργασία

παραδίδομαι

  1. τίθεμαι υπό τις διαταγές κάποιου
     συνώνυμα: υποκύπτω, υποτάσσομαι
  2. αφήνομαι

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

παραδίδομαι

ΚλίσηΕπεξεργασία