συνώνυμο
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συνώνυμο | τα | συνώνυμα |
γενική | του | συνώνυμου & συνωνύμου |
των | συνώνυμων & συνωνύμων |
αιτιατική | το | συνώνυμο | τα | συνώνυμα |
κλητική | συνώνυμο | συνώνυμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- συνώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνώνυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συνώνυμος < αρχαία ελληνική «τὰ συνώνυμα» < επίθετο συνώνυμος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + -ώνυμο
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈno.ni.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νώ‐νυ‐μο
Ουσιαστικό
συνώνυμο ουδέτερο
- (γραμματική) λέξη, που έχει την ίδια σημασία με μια άλλη
Αντώνυμα
→ και δείτε τις λέξεις συνώνυμος και όνομα
Μεταφράσεις
συνώνυμο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συνώνυμο
- ↑ συνώνυμος, συνώνυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.