Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουσιαστικοποιημένος η ουσιαστικοποιημένη το ουσιαστικοποιημένο
      γενική του ουσιαστικοποιημένου της ουσιαστικοποιημένης του ουσιαστικοποιημένου
    αιτιατική τον ουσιαστικοποιημένο την ουσιαστικοποιημένη το ουσιαστικοποιημένο
     κλητική ουσιαστικοποιημένε ουσιαστικοποιημένη ουσιαστικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουσιαστικοποιημένοι οι ουσιαστικοποιημένες τα ουσιαστικοποιημένα
      γενική των ουσιαστικοποιημένων των ουσιαστικοποιημένων των ουσιαστικοποιημένων
    αιτιατική τους ουσιαστικοποιημένους τις ουσιαστικοποιημένες τα ουσιαστικοποιημένα
     κλητική ουσιαστικοποιημένοι ουσιαστικοποιημένες ουσιαστικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουσιαστικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ουσιαστικοποιώ < ουσιαστικό + ποιώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /u.si.a.sti.ko.pi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐σι‐α‐στι‐κο‐ποι‐η‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ουσιαστικοποιημένος, -η, -ο

  • (γραμματική) για οποιοδήποτε μέρος του λόγου έχει μετατραπεί σε ουσιαστικό
    Η λέξη «μαθηματικά» είναι ουσιαστικοποιημένο επίθετο στον πληθυντικό και αποκτά διαφορετική σημασία από το «μαθηματικός».
    Ουσιαστικοποιημένο: Τα μαθηματικά είναι δύσκολο μάθημα.
    Ως επίθετο: μαθηματικά προβλήματα, μαθηματικό μυαλό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία