ουσιαστικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουσιαστικοποίηση | οι | ουσιαστικοποιήσεις |
γενική | της | ουσιαστικοποίησης* | των | ουσιαστικοποιήσεων |
αιτιατική | την | ουσιαστικοποίηση | τις | ουσιαστικοποιήσεις |
κλητική | ουσιαστικοποίηση | ουσιαστικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ουσιαστικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ουσιαστικοποίηση < ουσιαστικ(ό) + -ο- + -ποίηση, απόδοση για τη γαλλική substantivation ή τη γερμανική Substantivierung [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /u.si.a.sti.koˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐σι‐α‐στι‐κο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαουσιαστικοποίηση θηλυκό
- (γραμματική) η διαδικασία κατά την οποία μετατρέπεται σε ουσιαστικό ένα άλλος μέρος του λόγου (όπως επίθετο, μετοχή, απαρέμφατο)
- ⮡ Η ουσιαστικοποίηση του απαρέφατου "φαγεῖν" στη μεσαιωνική λέξη "το φαγίν" μείωσε σημαντικά, αλλά δεν εξαφάνισε αυτομάτως, την απαρεμφατική χρήση της ομόηχης λεξης.
- ⮡ περισσότερα στο ουσιαστικοποιημένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ουσία και ποιώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία- επιθετικοποίηση
- ονοματοποίηση διαφορετικό από το ονοματοποιία
- → δείτε και τον αγγλικό όρο nominalisation (μετατροπή σε όνομα επίθετο ή όνομα ουσιαστικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ουσιαστικοποίηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ουσιαστικοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ουσιαστικοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)