Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ουσιαστικό τα ουσιαστικά
      γενική του ουσιαστικού των ουσιαστικών
    αιτιατική το ουσιαστικό τα ουσιαστικά
     κλητική ουσιαστικό ουσιαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ουσιαστικός, (καθαρεύουσα: ουσιαστικόν)

  Προφορά

ΔΦΑ : /u.si.a.stiˈko/

  Ουσιαστικό

ουσιαστικό ουδέτερο

  • (γραμματική) κλιτή λέξη που φανερώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα, αφηρημένη έννοια, ενέργεια, κατάσταση ή ιδιότητα
παραδείγματα ουσιαστικών:
Κώστας
γάτα
τραπέζι
αρχιτέκτονας
δημοκρατία

Συγγενικές λέξεις

Σύνθετα

Δείτε επίσης

  Μεταφράσεις

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

ουσιαστικό