πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετουσιαστικός η μετουσιαστική το μετουσιαστικό
      γενική του μετουσιαστικού της μετουσιαστικής του μετουσιαστικού
    αιτιατική τον μετουσιαστικό τη μετουσιαστική το μετουσιαστικό
     κλητική μετουσιαστικέ μετουσιαστική μετουσιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετουσιαστικοί οι μετουσιαστικές τα μετουσιαστικά
      γενική των μετουσιαστικών των μετουσιαστικών των μετουσιαστικών
    αιτιατική τους μετουσιαστικούς τις μετουσιαστικές τα μετουσιαστικά
     κλητική μετουσιαστικοί μετουσιαστικές μετουσιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.tu.si.a.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετουσιαστικός

μετουσιαστικός -ή -ό (λόγιο)

  1. (γλωσσολογία) λέξη που παράγεται από ουσιαστικό
    μετουσιαστικά ρήματα
    μετουσιαστικό επίθημα (παραγωγική κατάληξη που παράγει άλλες λέξεις από ουσιαστικά)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία