τον
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ton/ (προφέρεται άτονο ως μία φωνολογική λέξη μαζί με την επόμενη τονισμένη)
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- τον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόν
Κλιτικός τύπος άρθρουΕπεξεργασία
τον αρσενικό και το στον προφορικό λόγο
- αιτιατική ενικού του ο, αρσενικό
- ↪ Τον Αντώνη τον ξέρω από τα παλιά.
- ↪ Τον θυμάσαι τον Νίκο; Τον συνάντησα το πρωί.
κλίσεις των άρθρωνΕπεξεργασία
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
---|---|---|---|
ονομαστική ενικού | ο | η | το |
γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
αιτιατική ενικού + σε |
τον στον |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Σύμφωνα με τη νέα σχολική γραμματική του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (σελ. 21), το τελικό ν στο αρσενικό άρθρο δεν παραλείπεται ποτέ στον γραπτό λόγο.
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- τον < → λείπει η ετυμολογία
- για το ιδιωματικό < → λείπει η ετυμολογία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίαςΕπεξεργασία
τον αρσενικό
- (προσωπική αντωνυμία) αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου: αυτόν
- ↪ τον Αντώνη τον ξέρω από τα παλιά (αυτόν, τον ξέρω από τα παλιά)
- ↪ Τον θυμάσαι το Νίκο; Τον συνάντησα το πρωί.
- άλλες μορφές: τονε (λαϊκότροπο)
- (ιδιωματικό) του
- ↪ τον είπα, «βάλε μου ένα κιλό ντομάτες, σε παρακαλώ»