στις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασίαστις
- αιτιατική πληθυντικού, θηλυκού γένους· → δείτε τη λέξη σε
κλίσεις των άρθρων
επεξεργασίααρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
---|---|---|---|
ονομαστική ενικού | ο | η | το |
γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
αιτιατική ενικού + σε |
τον στον |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |