το
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος άρθρουΕπεξεργασία
το αρσενικό και ουδέτερο
- αρσενικό οριστικό άρθρο στην αιτιατική ενικού → δείτε τη λέξη τον
- έχε το νου σου!
- ουδέτερο οριστικό άρθρο στην ονομαστική ενικού
- το καλό το παλικάρι, ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
- ουδέτερο οριστικό άρθρο στην αιτιατική ενικού
- έλλο το ένα, άλλο το άλλο.
- δεν έχει το γνώθι σαυτόν.
κλίσεις των άρθρωνΕπεξεργασία
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
---|---|---|---|
ονομαστική ενικού | ο | η | το |
γενική ενικού | του | της | του |
αιτιατική ενικού | τον | τη(ν) | το |
ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
γενική πληθυντικού | των | των | των |
αιτιατική πληθυντικού | τους | τις | τα |
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίαςΕπεξεργασία
το ουδέτερο
- αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου, αντί του αυτό
- του το είπα, αλλά αυτός δεν ήθελε να με πιστέψει
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- το και το: δηλώνει εμφατικά αναλυτική διήγηση γεγονότων ή έκθεση επιχειρημάτων που έχουν ξανακουστεί και γι' αυτό δεν επαναλαμβάνονται
- Πάω λοιπόν και τους λέω: «Τα μάθατε; Ο Γιάννης το και το»