οι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασία
οι
- ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ο
- ⮡ Έτσι είπαν οι γιατροί.
- αρχαία ελληνικά: οἱ
- ονομαστική πληθυντικού, θηλυκού γένους (η) του ο
- ⮡ Οι κοπέλες έβαλαν τις φωνές.
- αρχαία ελληνικά: αἱ