του
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- του < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τοῦ
Κλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασία
του αρσενικό και ουδέτερο
- αρσενικό οριστικό άρθρο στη γενική ενικού
- ⮡ λόγια του αέρα
- ουδέτερο οριστικό άρθρο στη γενική ενικού
- ⮡ Του παιδιού μου το παιδί, είναι δυο φορές παιδί.
κλίσεις των άρθρων
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασία
του αρσενικό ή ουδέτερο
- (προσωπική, του ή τού) σε αυτόν, σε αυτό
- ⮡ του το είπα (το είπα σε αυτόν)
- ⮡ Τι του 'φερα του παιδιού μου; παγωτό!
- (κτητική) δηλώνει έναν κτήτορα αρσενικού ή ουδέτερου γένους
- ⮡ τα παιδί του (του ανθρώπου)
- ⮡ τα εξαρτήματά του (του μηχανήματος)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Για τον τόνο στο τού δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
- ⮡ ο αδερφός του είπε ότι […] (ο δικός του αδερφός: κτητική αντωνυμία)
- ⮡ ο αδερφός τού είπε ότι […] (κάποιος αδερφός είπε σ' αυτόν: προσωπική αντωνυμία)
- παλιότερη γραφή: τοῦ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασία
του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαη αόριστη αντωνυμία «τίς» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | τριγενές | ||||
ονομαστική | τὶς | τὶ | τινὲς | τινὰ, ἄττα | τινέ | ||||
γενική | τινὸς, του | τινὸς, του | τινῶν | τινῶν | τινοῖν | ||||
δοτική | τινὶ, τῳ | τινὶ, τῳ | τισὶ(ν) | τισὶ(ν) | τινοῖν | ||||
αιτιατική | τινά | τί | τινάς | τινά, ἄττα | τινέ | ||||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |