Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυϊκός η δυϊκή το δυϊκό
      γενική του δυϊκού της δυϊκής του δυϊκού
    αιτιατική τον δυϊκό τη δυϊκή το δυϊκό
     κλητική δυϊκέ δυϊκή δυϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυϊκοί οι δυϊκές τα δυϊκά
      γενική των δυϊκών των δυϊκών των δυϊκών
    αιτιατική τους δυϊκούς τις δυϊκές τα δυϊκά
     κλητική δυϊκοί δυϊκές δυϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυϊκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δυϊκός < δύο
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου δυϊκός. Εννοείται το ουσιαστικό «αριθμός».

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.iˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐ϊ‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

δυϊκός, -ή, -ό

  1. (γραμματική) για κλιτούς τύπους λέξεων που αναφέρονται σε δύο πρόσωπα ή πράγματα
  2. γενικά, για δύο μορφές → δείτε τις λέξεις δυαδικός και δισυπόστατος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυϊκός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία