τα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Για τον τόνο στο τά δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
Κλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασίατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ουδέτερο οριστικό άρθρο στην ονομαστική πληθυντικού
- ↪ Τα κακά τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα!
- ουδέτερο οριστικό άρθρο στην αιτιατική πληθυντικού
- ↪ Έχε τα μάτια σου δεκατέσσερα!
- ↪ Φαίνεται πως τα μετράει τα λόγια του.
κλίσεις των άρθρων
επεξεργασίααρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
---|---|---|---|
ονομαστική ενικού | ο | η | το |
γενική ενικού + σε |
του στου |
της στης |
του στου |
αιτιατική ενικού + σε |
τον στον |
τη(ν) στη(ν) |
το στο |
ονομαστική πληθυντικού | οι | οι | τα |
γενική πληθυντικού + σε |
των στων |
των στων |
των στων |
αιτιατική πληθυντικού + σε |
τους στους |
τις στις |
τα στα |