της
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- της < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τῆς
- της < αρχαία ελληνική αὐτῆς
Προφορά
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος άρθρου
επεξεργασία
της θηλυκό
- θηλυκό οριστικό άρθρο στη γενική ενικού
- ⮡ παραμύθια της Χαλιμάς
- ⮡ της νύχτας τα καμώματα...
κλίσεις των άρθρων
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασία
της θηλυκό
- (προσωπική, της ή τής) σε αυτήν
- ⮡ της είπα (είπα σε αυτήν)
- (κτητική) δηλώνει έναν κτήτορα θηλυκού γένους
- ⮡ τα παιδί της, τα παιδιά της
Σημειώσεις
επεξεργασία- Για τον τόνο στο τής δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
- ⮡ ο αδερφός της είπε ότι […] (ο δικός της αδερφός: κτητική αντωνυμία)
- ⮡ ο αδερφός τής είπε ότι […] (κάποιος αδερφός είπε σ' αυτήν: προσωπική αντωνυμία)
- παλιότερη γραφή: τῆς