σε
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σέ[1] Δείτε και αρχαία ελληνική εἰς
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
σε
- (με αιτιατική) δηλώνει:
- τόπο (στάση ή κατεύθυνση)
- είμαι στην Αθήνα
- πάω στην Αθήνα
- (επίσης με γενική)
- είμαι, πάω στου Γιώργου (στο σπίτι του Γιώργου)
- χρονικό διάστημα
- επιστρέφω σε δύο μέρες
- τρόπο
- βγήκε έξω στα κρυφά
- δε λιποθύμησε πραγματικά, το έκανε στα ψέματα
- ποσότητα ή αριθμό κατά προσέγγιση
- το εμπόρευμα είναι (γύρω) στα είκοσι κιλά
- αποτέλεσμα
- το χαρτί σκίστηκε σε δύο κομμάτια
- αναφορά
- είμαι πολύ κακός σε αυτό το μάθημα
- το έμμεσο αντικείμενο πολλών ρημάτων
- το βραβείο απονεμήθηκε σε έναν νέο ποιητή
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- σ' (Με έκθλιψη πριν από τους φθόγγους [e], [a], [o], [u]. Για το [t] δείτε τις σημειώσεις για το οριστικό άρθρο)
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Συντίθεται με το οριστικό άρθρο σχηματίζοντας τους τύπους στον, στην, στο, στου, στης, στους, στις, στα, στων
Κλιτικός τύπος αντωνυμίαςΕπεξεργασία
σε
- αιτιατική του εσύ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πρόθεση
Επεξεργασία
- ↑ «σε» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.