ποσότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ποσότητα < αρχαία ελληνική ποσότης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /poˈso.ti.ta/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποσότητα θηλυκό
- αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο μέγεθος (πόσο;) ή τον αριθμό (πόσα;)
- η ποσότητα του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δε θα έπρεπε να σε νοιάζει
- η ποσότητα νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα
- η ποσότητα των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...