ποσότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ποσότης | αἱ | ποσότητες |
γενική | τῆς | ποσότητος | τῶν | ποσοτήτων |
δοτική | τῇ | ποσότητῐ | ταῖς | ποσότησῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ποσότητᾰ | τὰς | ποσότητᾰς |
κλητική ὦ! | ποσότης | ποσότητες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποσότητε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποσοτήτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαποσότης, -ητος θηλυκό
- ποσότητα
- (γραμματική) ποσότητα συλλαβών
Πηγές
επεξεργασία- ποσότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποσότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.