γενική
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γενική | οι | γενικές |
γενική | της | γενικής | των | γενικών |
αιτιατική | τη | γενική | τις | γενικές |
κλητική | γενική | γενικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γενική < θηλυκό του γενικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γενική θηλυκό
- (γραμματική) μια από τις πτώσεις των ονομάτων· χρησιμοποιείται ως αντικείμενο διαφόρων ρημάτων ή ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός με χαρακτηριστική περίπτωση τη δήλωση του κτήτορα· χρησιμοποιείται επίσης για τη δηλωση επιρρηματικών προσδιορισμών και μετά από συγκεκριμένες προθέσεις
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γενική
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
γενική
- συγκεντρωτική, αόριστη, ασαφής
- αναφερόμενη σε υπηρεσία έχει την έννοια της προϊσταμένης ή περιφερειακής αρχής