γενική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γενική | οι | γενικές |
γενική | της | γενικής | των | γενικών |
αιτιατική | τη | γενική | τις | γενικές |
κλητική | γενική | γενικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γενική (εννοείται πτῶσις), θηλυκό του αρχαίου γενικός (που ανήκει στο γένος) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝe.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐νι‐κή
- ομόηχο: γενικοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
γενική θηλυκό [2]
- (γραμματική) μια από τις πλάγιες πτώσεις των ονομάτων· χρησιμοποιείται ως αντικείμενο διαφόρων ρημάτων ή ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός με χαρακτηριστική περίπτωση τη δήλωση του κτήτορα· χρησιμοποιείται επίσης για τη δήλωση επιρρηματικών προσδιορισμών και μετά από συγκεκριμένες προθέσεις
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πτώση - ονομαστική - γενική - δοτική - αιτιατική - κλητική - αφαιρετική
- Γενική - Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας @greek-language.gr
κατηγορίες της γενικής στα αρχαία ελληνικά: - γενική διαιρετική - υπαγωγική γενική - αφαιρετική γενική
- ειδικότερα:
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γενική
επεξεργασία
- ↑ γενική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ γενική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γενική
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γενικός