κτήτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κτήτορας | οι | κτήτορες |
γενική | του | κτήτορα | των | κτητόρων |
αιτιατική | τον | κτήτορα | τους | κτήτορες |
κλητική | κτήτορα | κτήτορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακτήτορας < αρχαία ελληνική κτήτωρ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkti.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτή‐το‐ρας
- ομόηχο: κτίτορας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακτήτορας αρσενικό ή θηλυκό
- κάτοχος, κύριος, ιδιοκτήτης
- ο ιδιώτης ιδρυτής ναού, μονής ή (ιερού) ιδρύματος
- → δείτε και τη λέξη κτίτορας (που έχτισε, ίδρυσε το ναό)