↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενικός η γενική το γενικό
      γενική του γενικού της γενικής του γενικού
    αιτιατική τον γενικό τη γενική το γενικό
     κλητική γενικέ γενική γενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενικοί οι γενικές τα γενικά
      γενική των γενικών των γενικών των γενικών
    αιτιατική τους γενικούς τις γενικές τα γενικά
     κλητική γενικοί γενικές γενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γενικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενικός (που ανήκει στο γένος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

γενικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται σε όλους ή σχετίζεται με το σύνολο μιας ομάδας
    ⮡  γενική απεργία
     συνώνυμα: καθολικός, κοινός
  2. που αναφέρεται στα ποιο βασικά σημεία ενός θέματος / πράγματος, που δεν έχει σαφήνεια
     συνώνυμα: αόριστος, ασαφής
     αντώνυμα: λεπτομερής, συγκεκριμένος
  3. (για πρόσωπο) που έχει την ευθύνη ενός συνόλου εργασιών
    ⮡  γενικός γραμματέας, γενικός διευθυντής, γενικός επιθεωρητής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γενικός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γενικός γενική τὸ γενικόν
      γενική τοῦ γενικοῦ τῆς γενικῆς τοῦ γενικοῦ
      δοτική τῷ γενικ τῇ γενικ τῷ γενικ
    αιτιατική τὸν γενικόν τὴν γενικήν τὸ γενικόν
     κλητική ! γενικέ γενική γενικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γενικοί αἱ γενικαί τὰ γενικᾰ́
      γενική τῶν γενικῶν τῶν γενικῶν τῶν γενικῶν
      δοτική τοῖς γενικοῖς ταῖς γενικαῖς τοῖς γενικοῖς
    αιτιατική τοὺς γενικούς τὰς γενικᾱ́ς τὰ γενικᾰ́
     κλητική ! γενικοί γενικαί γενικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γενικώ τὼ γενικᾱ́ τὼ γενικώ
      γεν-δοτ τοῖν γενικοῖν τοῖν γενικαῖν τοῖν γενικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γενικός < γέν(ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

γενικός, -ή, -όν

  1. αυτός, που ανήκει ή σχετίζεται με το γένος, την οικογένεια, την φυλή
  2. κύριος, πρωταρχικός, τυπικός
  3. (στη γραμματική) η γενική πτώση






Σημειώσεις

επεξεργασία