Δείτε επίσης: ω,

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Μόριο επεξεργασία

  • το κλητικό μόριο ω
διδάσκαλε

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

  • α΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος εἰμί