τυπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τυπικός | η | τυπική | το | τυπικό |
γενική | του | τυπικού | της | τυπικής | του | τυπικού |
αιτιατική | τον | τυπικό | την | τυπική | το | τυπικό |
κλητική | τυπικέ | τυπική | τυπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τυπικοί | οι | τυπικές | τα | τυπικά |
γενική | των | τυπικών | των | τυπικών | των | τυπικών |
αιτιατική | τους | τυπικούς | τις | τυπικές | τα | τυπικά |
κλητική | τυπικοί | τυπικές | τυπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τυπικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τυπικός < αρχαία ελληνική τύπ(ος) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.piˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυπ‐πι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίατυπικός
- (λογική, μαθηματικά) ο αυστηρός (ακριβής) και χωρίς παρερμηνείες στη διατύπωσή του
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμε τυπικ-
- αρχετυπικός
- ατυπικός
- βαθυτυπικός
- γονοτυπικός
- εθιμοτυπικός
- ζηλοτυπικός
- ηλεκτροτυπικός
- ηλιοτυπικός
- λινοτυπικός
- μεταξοτυπικός
- μονοτυπικός
- ομοτυπικός
- πρωτοτυπικός
- στερεοτυπικότητα
- τηλετυπικός
- τηλεομοιοτυπικός, τηλομοιοτυπικός
- τυπικά (επίρρημα)
- τυπικάρης
- τυπικαριό
- τυπικό (ουδέτερο)
- τυπικοποιώ
- τυπικότητα
- τυπικούρα
- τυπικούρας
- τυπικώς (επίρρημα)
- φαινοτυπικός
- φωτοτυπικό
- φωτοτυπικός
- χαλκοτυπική
- χαλκοτυπικός
- χρωμοτυπικός
- χρωμοφωτοτυπικός
→ και δείτε τη λέξη τύπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τυπικός
|
Πηγές
επεξεργασία- τυπικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυπικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τυπικός | ἡ | τυπική | τὸ | τυπικόν |
γενική | τοῦ | τυπικοῦ | τῆς | τυπικῆς | τοῦ | τυπικοῦ |
δοτική | τῷ | τυπικῷ | τῇ | τυπικῇ | τῷ | τυπικῷ |
αιτιατική | τὸν | τυπικόν | τὴν | τυπικήν | τὸ | τυπικόν |
κλητική ὦ! | τυπικέ | τυπική | τυπικόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | τυπικοί | αἱ | τυπικαί | τὰ | τυπικᾰ́ |
γενική | τῶν | τυπικῶν | τῶν | τυπικῶν | τῶν | τυπικῶν |
δοτική | τοῖς | τυπικοῖς | ταῖς | τυπικαῖς | τοῖς | τυπικοῖς |
αιτιατική | τοὺς | τυπικούς | τὰς | τυπικᾱ́ς | τὰ | τυπικᾰ́ |
κλητική ὦ! | τυπικοί | τυπικαί | τυπικᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυπικώ | τὼ | τυπικᾱ́ | τὼ | τυπικώ |
γεν-δοτ | τοῖν | τυπικοῖν | τοῖν | τυπικαῖν | τοῖν | τυπικοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τυπικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τύπ(ος) + -ικός
Πηγές
επεξεργασία- τυπικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.