τυπικόν
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τυπικόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυπικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυπικόν ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) το τυπικό των βιβλίων της λειτουργίας
- ⮡ τὸ τυπικόν ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας, ἐκκλησιαστικόν τυπικόν
Σύνθετα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- τυπικός, τὸ -κόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)