πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίθετο τα επίθετα
      γενική του επιθέτου
& επίθετου
των επιθέτων
    αιτιατική το επίθετο τα επίθετα
     κλητική επίθετο επίθετα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

Προφορά

Ουσιαστικό

επίθετο ουδέτερο

  1. (γραμματική) κλιτή λέξη που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό, φανερώνοντας κάποια ποιότητα ή ιδιότητά του
  2. ουσιαστικό ή επίθετο που συνοδεύει συχνά το όνομα κάποιου
      Ένα ομηρικό επίθετο του Δία είναι «νεφεληγερέτης».
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις προσωνύμιο, μετωνυμία και αντονομασία
    • (και κακόσημο)
        Τον έβρισε, τον στόλισε μ' ένα σωρό κοσμητικά επίθετα!
  3.  δείτε επώνυμο για το οικογενειακά επίθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επίθετος, επιθέτω, επί και θέτω

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

επίθετο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

Αναφορές

  1. επίθετο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. επίθετο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)