↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίθετο τα επίθετα
      γενική του επιθέτου
επίθετου
των επιθέτων
    αιτιατική το επίθετο τα επίθετα
     κλητική επίθετο επίθετα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επίθετο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίθετον, ουδέτερο του ἐπίθετος < ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι)

  Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.θe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί‐θε‐το

  Ουσιαστικό

επίθετο ουδέτερο

  1. (γραμματική) κλιτή λέξη που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό, φανερώνοντας κάποια ποιότητα ή ιδιότητά του
  2. ουσιαστικό ή επίθετο που συνοδεύει συχνά το όνομα κάποιου
    ⮡  Ένα ομηρικό επίθετο του Δία είναι «νεφεληγερέτης».
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις προσωνύμιο, μετωνυμία και αντονομασία
    • (και κακόσημο)
      ⮡  Τον έβρισε, τον στόλισε μ' ένα σωρό κοσμητικά επίθετα!
  3. → δείτε επώνυμο για το οικογενειακά επίθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

→ και δείτε τις λέξεις επίθετος, επιθέτω, επί και θέτω

Δείτε επίσης

  Μεταφράσεις

  Ετυμολογία 2

επίθετο: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επίθετο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του επίθετος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του επίθετος

  Αναφορές

  1. επίθετο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. επίθετοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)