επίθετο
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | επίθετο | επίθετα |
γενική | επιθέτου | επιθέτων |
αιτιατική | επίθετο | επίθετα |
κλητική | επίθετο | επίθετα |
Ετυμολογία
- επίθετο < αρχαία ελληνική ἐπίθετον, ουδέτερο του ἐπίθετος < ρήμα ἐπιτίθημι, (προσθέτω κάτι), (καθαρεύουσα: ἐπίθετον)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɛ.ˈpi.θɛ.tɔ/
Ουσιαστικό
επίθετο ουδέτερο
- (γραμματική) κλιτή λέξη που χαρακτηρίζει το ουσιαστικό, φανερώνοντας κάποια ποιότητα ή ιδιότητά του
- το επώνυμο
Μεταφράσεις
επίθετο
Κλιτή μορφή επιθέτου
επίθετο