ποιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποιότης από την αιτιατική «τὴν ποιότητα» & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική qualité [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποιότητα θηλυκό
- το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος, η φύση, το ποιόν
- το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος που οδηγούν στην αξιολόγησή του
- ⮡ η κακή ποιότητα των υλικών ευθύνεται για το ατύχημα
- η καλή ποιότητα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ποιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας