↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποιότητα οι ποιότητες
      γενική της ποιότητας
ποιότητος
των ποιοτήτων
    αιτιατική την ποιότητα τις ποιότητες
     κλητική ποιότητα ποιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

ποιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποιότης από την αιτιατική «τὴν ποιότητα» & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική qualité [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποι‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποιότητα θηλυκό

  • το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος, η φύση, το ποιόν
  • το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος που οδηγούν στην αξιολόγησή του
    ⮡  η κακή ποιότητα των υλικών ευθύνεται για το ατύχημα
  • η καλή ποιότητα
    ⮡  παρακολούθησα μια κινηματογραφική ταινία ποιότητας
    → δείτε και τα αρχικά ΑΑ (άλφα άλφα)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ποιότητα θηλυκό