ποιότητα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ποιότητα < αρχαία ελληνική ποιότης
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈo.ti.ta/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ποιότητα θηλυκό
- το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος, η φύση, το ποιόν
- το σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ατόμου, αντικειμένου, συστήματος που οδηγούν στην αξιολόγησή του
- η κακή ποιότητα των υλικών ευθύνεται για το ατύχημα
- η καλή ποιότητα
- παρακολούθησα μια κινηματογραφική ταινία ποιότητας