ποιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ποιοτητ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ποιότης | αἱ | ποιότητες | |
γενική | τῆς | ποιότητος | τῶν | ποιοτήτων | |
δοτική | τῇ | ποιότητῐ | ταῖς | ποιότησῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ποιότητᾰ | τὰς | ποιότητᾰς | |
κλητική ὦ! | ποιότης | ποιότητες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποιότητε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ποιοτήτοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ποιότης < αοριστολογικό ποιό(ς) (< ερωτηματική αντωνυμία ποῖος)[1] + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποιότης, -ητος θηλυκό
- ποιότητα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Θεαίτητος, 182a @scaife.perseus όπου απολογείται γι' αυτό το «ἀλλόκοτον ὄνομα»
- […] καὶ τὸ μὲν πάσχον αἰσθητικὸν ἀλλʼ οὐκ αἴσθησιν ἔτι γίγνεσθαι, τὸ δὲ ποιοῦν ποιόν τι ἀλλʼ οὐ ποιότητα; ἴσως οὖν ἡ ποιότης ἅμα ἀλλόκοτόν τε φαίνεται ὄνομα καὶ οὐ μανθάνεις ἁθρόον λεγόμενον· κατὰ μέρη οὖν ἄκουε.
- […] καὶ ὅτι τὸ πάσχον γίνεται κάτι ποὺ αἰσθάνεται ὄχι ὅμως καὶ αἴσθημα, ἐνῶ τὸ ποιοῦν γίνεται κάτι ποιοτικὸ ὄχι ὅμως καὶ ποιότητα; Ἴσως ὅμως ἡ ποιότητα φαίνεται ἀλλόκοτο ὄνομα καὶ συνάμα δὲν τὸ καταλαβαίνεις ὅταν λέγεται γενικά. Ἄκουσέ τὸ λοιπὸν κατὰ τὰ μέρη του. (Μετάφραση: Ιωάννης Ν. Θεοδωρακόπουλος, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, 1980)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- ποιότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.