Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φύση οι φύσεις
      γενική της φύσης* των φύσεων
    αιτιατική τη φύση τις φύσεις
     κλητική φύση φύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύση < αρχαία ελληνική φύσις < φύω - φύομαι(φυτρώνω, βλασταίνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φύ‐ση
ομόηχο: φύσει

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύση θηλυκό

  1. ο φυσικός κόσμος, η πλάση, καθετί ανόργανο και οργανικό -συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου- που υπάρχει και μεταβάλλεται ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου.
    Η αστροφυσική, η γεωλογία, η ωκεανολογία, η μετεωρολογία, η χημεία, η πυρηνική φυσική, ανατομία, η ιατρική, η γεωπονία και η οικολογία είναι μερικές από τις επιστήμες που μελετούν τη φύση, γι' αυτό ονομάζονται φυσικές επιστήμες.
  2. μέρος της επιφάνειας του πλανήτη Γη όπου δεν έχει παρέμβει ή εγκατασταθεί ο άνθρωπος
    άγρια φύση, η ομορφιά της φύσης
    η ορειβασία είναι ένας καλός τρόπος να βρεθεί κανείς κοντά στη φύση
  3. το ποιόν, η φτιασιά, ο βαθύτερος και ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ανθρώπου ή πράγματος
    η θνητή φύση του ανθρώπου
    η παροδική φύση ενός φαινομένου
    ο τάδε έχει καλλιτεχνική φύση, ο δείνα είναι φύσει αθυρόστομος και βωμολόχος
    Συζητήθηκαν θέματα νομικής φύσεως.
  4. (ευφημισμός) τα γεννητικά όργανα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία