• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ορμέμφυτο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορμέμφυτο τα ορμέμφυτα
      γενική του ορμέμφυτου των ορμέμφυτων
    αιτιατική το ορμέμφυτο τα ορμέμφυτα
     κλητική ορμέμφυτο ορμέμφυτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ορμέμφυτο < ουδέτερο του ορμέμφυτος < ορμή + έμφυτος (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Naturtrieb

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈen.sti.kto/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ορμέμφυτο ουδέτερο

  • το ένστικτο

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ένστικτο
  • ενόρμηση
  • παρόρμηση
  • ψυχόρμητο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ορμέμφυτα
  • ορμέμφυτος
  • ορμεμφύτως
  • → δείτε τις λέξεις ορμή και φυτό

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ορμέμφυτο
  • αγγλικά : impulse (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ορμέμφυτο&oldid=7082637"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Φεβρουαρίου 2025, στις 13:13

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Φεβρουαρίου 2025, στις 13:13.
      • Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας