ορμέμφυτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορμέμφυτο < ουδέτερο του ορμέμφυτος < ορμή + έμφυτος (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Naturtrieb
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈen.sti.kto/
Επίθετο
επεξεργασίαορμέμφυτο ουδέτερο
- το ένστικτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ορμέμφυτα
- ορμέμφυτος
- ορμεμφύτως
- → δείτε τις λέξεις ορμή και φυτό