αγγλικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αγγλικά | ||
γενική | των | αγγλικών | ||
αιτιατική | τα | αγγλικά | ||
κλητική | αγγλικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγγλικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγγλικός στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɡliˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γλι‐κά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγγλικά ουδέτερο πληθυντικός
- (γλώσσα) η αγγλική γλώσσα που ανήκει στην οικογένεια των γερμανικών γλωσσών
- το αντίστοιχο μάθημα στο σχολείο
- ※ Με τα αγγλικά άνοιξε το Σάββατο η αυλαία των ειδικών μαθημάτων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
- Πανελλαδικές 2022: Τα θέματα και ο σχολιασμός για τα Αγγλικά, Η Καθημερινή, 18 Ιουνίου 2022
- ※ Με τα αγγλικά άνοιξε το Σάββατο η αυλαία των ειδικών μαθημάτων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κατηγορία:Μέση αγγλική γλώσσα
- Κατηγορία:Αγγλοσαξονική γλώσσα (παλαιά αγγλική)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγλικά
Επίρρημα
επεξεργασία
αγγλικά και αγγλιστί
- αγγλόγλωσσα, αγγλόφωνα, χρησιμοποιώντας την αγγλική γλώσσα
- παρόμοια με τους Άγγλους, αγγλότροπα, αγγλοτρόπως
- (εσφαλμένα) βρετανικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αγγλικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αγγλικός
Πηγές
επεξεργασία
- αγγλικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)