τσόνγκα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τσόνγκα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γλώσσα που μιλιέται στη Νότια Αφρική
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τσόνγκα
![]() |
τσόνγκα άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό