Δείτε επίσης: εγγλέζος


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Εγγλέζος οι Εγγλέζοι
      γενική του Εγγλέζου των Εγγλέζων
    αιτιατική τον Εγγλέζο τους Εγγλέζους
     κλητική Εγγλέζε Εγγλέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Εγγλέζος < μεσαιωνική ελληνική Ἀγγλέζος / Ἐγγλέζης < ιταλική inglese < παλαιά γαλλικά engleis / anglois < αγγλοσαξονικά Englisċ < Engle + isċ < angel / angul (αγκίστρι) < πρωτογερμανική *angulō / *angô (αγκίστρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énk-ō < *h₂enk- (καμπή, καμπύλη, λύγισμα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eŋ.ɡleˈzos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Εγ‐γλέ‐ζος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Εγγλέζος αρσενικό (Εγγλέζα θηλυκό)

  1. (εθνικό όνομα) που κατάγεται από την Αγγλία, ο Άγγλος
  2. (μεταφορικά) που είναι πάντα στην ώρα του, που είναι απόλυτα συνεπής και ακριβής στα ραντεβού του
    ⮡  είναι εγγλέζος στα ραντεβού του

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Αγγλία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία