Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

Η ινδοευρωπαϊκή στο Βικιλεξικό

Δείτε και

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < πρωτο- + ινδοευρωπαϊκή, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πρωτοϊνδοευρωπαϊκός. Εννοείται το ουσιαστικό «γλώσσα».

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.to.in.ðo.e.vɾo.pa.iˈci/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοϊνδοευρωπαϊκή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πρωτοϊνδοευρωπαϊκή