Η ινδοευρωπαϊκή στο Βικιλεξικό

Δείτε και

Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < πρωτο- + ινδοευρωπαϊκή, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πρωτοϊνδοευρωπαϊκός. Εννοείται το ουσιαστικό «γλώσσα».

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρωτοϊνδοευρωπαϊκή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία