Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστερίσκος οι αστερίσκοι
      γενική του αστερίσκου των αστερίσκων
    αιτιατική τον αστερίσκο τους αστερίσκους
     κλητική αστερίσκε αστερίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστερίσκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀστερίσκος[1] < ἀστήρ, ἀστερ-  + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.steˈɾi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στε‐ρί‐σκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστερίσκος αρσενικό

  1. μικρό αστέρι
    ※  Για κάθε νέα απονομή, φέρεται στην ταινία του διασήμου ή στη διεμβολή ένας επάργυρος αστερίσκος, μέχρι του αριθμού των τριών(3) (Κυπριακή Δημοκρατία, Ο περί στρατού της Δημοκρατίας νόμος, Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 27, Περί Διαμνημονεύσεων του Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2008 [1])
  2. (τυπογραφία) τυπογραφικό σημάδι σε μορφή μικρού αστεριού (*)· τίθεται σε κείμενο για να υποδείξει την ύπαρξη μιας σχετικής υποσημειώσεως
  3. (συνεκδοχικά) η επιφύλαξη που διατυπώνεται σε ένα κείμενο από έναν από τους υπογράφοντες
    ※  Κυβερνητικές πηγές έλεγαν χθες ότι η Ελλάδα μείωσε το έλλειμμα περισσότερο από ό,τι δεσμευόταν, ότι έδειξε μεγάλη συνέπεια στις δεσμεύσεις που ανέλαβε και ότι για πρώτη φορά έχει αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία χωρίς αστερίσκους από τη Εurostat. (από την εφημερίδα Το Βήμα, 17 Νοεμβρίου 2010)
  4. (γλωσσολογία) → δείτε το σύμβολο * αμάρτυρου ή (επ)ανασυντεθειμένου ή αντιγραμματικού τύπου

Σημειώσεις επεξεργασία

  • σύμβολο: *

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία