Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάσημο τα διάσημα
      γενική του διάσημου των διάσημων
    αιτιατική το διάσημο τα διάσημα
     κλητική διάσημο διάσημα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάσημο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διάσημος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insigne)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάσημο ουδέτερο

  • διακριτικό σήμα που απονέμεται σε κάποιον, προκειμένου να τιμηθεί
    ※  Για κάθε νέα απονομή, φέρεται στην ταινία του διασήμου ή στη διεμβολή ένας επάργυρος αστερίσκος, μέχρι του αριθμού των τριών(3) (Κυπριακή Δημοκρατία, Ο περί στρατού της Δημοκρατίας νόμος, Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 27, Περί Διαμνημονεύσεων του Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2008 [1])

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διάσημο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διάσημος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διάσημος