διάσημο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διάσημο | τα | διάσημα |
γενική | του | διασήμου | των | διασήμων |
αιτιατική | το | διάσημο | τα | διάσημα |
κλητική | διάσημο | διάσημα | ||
Η γενική ενικού «του διάσημου» στην κλίση του επιθέτου διάσημος. | ||||
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάσημο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διάσημος (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική insigne)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : διά‐ση‐μο
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐ά‐ση‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάσημο ουδέτερο
- διακριτικό σήμα που απονέμεται σε κάποιον, προκειμένου να τιμηθεί
- ※ στην τοιχογραφία απεικονίζεται η μορφή ενός ώριμου άνδρα που φέρει αυτοκρατορικά ‘διάσημα' (πολυτελή λώρο πάνω από τον ανοιχτόχρωμο σάκκο, διάλιθο στέμμα) και κρατά σταυροφόρο σκήπτρο.
- «Είναι απόλυτα τεκμηριωμένο», για τη μοναδική εν ζωή προσωπογραφία του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου. @amna.gr, 2024.12.12.
- ※ Για κάθε νέα απονομή, φέρεται στην ταινία του διασήμου ή στη διεμβολή ένας επάργυρος αστερίσκος, μέχρι του αριθμού των τριών(3)
- Κυπριακή Δημοκρατία, Ο περί στρατού της Δημοκρατίας νόμος, Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 27, Περί Διαμνημονεύσεων του Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2008 [1]
- ※ στην τοιχογραφία απεικονίζεται η μορφή ενός ώριμου άνδρα που φέρει αυτοκρατορικά ‘διάσημα' (πολυτελή λώρο πάνω από τον ανοιχτόχρωμο σάκκο, διάλιθο στέμμα) και κρατά σταυροφόρο σκήπτρο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιάσημο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του διάσημος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διάσημος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διάσημο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας