↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταυροφόρος οι σταυροφόροι
      γενική του σταυροφόρου των σταυροφόρων
    αιτιατική τον σταυροφόρο τους σταυροφόρους
     κλητική σταυροφόρε σταυροφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυροφόρος < ελληνιστική κοινή σταυροφόρος. Συγχρονικά αναλύεται σε σταυρο- + -φόρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sta.vɾoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταυ‐ρο‐φό‐ρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταυροφόρος αρσενικό

  1. (ιστορία, χριστιανισμός) άρχοντας, ιππότης ή οπλίτης, που λάμβανε μέρος σε μια σταυροφορία. Λεγόταν έτσι λόγω του σταυρού που έφερε πάνω στα ενδύματά του και την ασπίδα του
  2. (μεταφορικά) που αφοσιώνεται σε σημανικό στόχο και αγωνίζεται γι' αυτόν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία