Ετυμολογία

επεξεργασία
αγωνίζομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγωνίζομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣoˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γω‐νί‐ζο‐μαι

αγωνίζομαι, π.πρτ.: αγωνιζόμουν, π.αόρ.: αγωνίστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. ο αγώνας και η καταβολή μεγάλης προσπάθειας για κάποιο στόχο
    ⮡  Αγωνίστηκε να σώσει το σπίτι του, αλλά τελικά του το κατάσχεσαν
    ⮡  Είναι δίκαια κορυφαίος. Αγωνίστηκε πολύ σκληρά για να φτάσει εκεί.
  2. συμμετέχω σε αγώνα
  3. προσπαθώ σκληρά να αποδυναμώσω κάποιον ή κάτι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία