Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
struggle struggles

struggle (en)

  1. ο αγώνας, σκληρή μάχη στην οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκτήσουν ή να πετύχουν κάτι, ειδικά κάτι που κάποιος άλλος δεν θέλει να έχουν
    ⮡  The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
    Η καθιέρωση της μηνιαίας άδειας ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων της εργατικής τάξης.
  2. ο αγώνας, σωματική μάχη μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων ανθρώπων
    ⮡  an armed struggle - ένοπλος αγώνας
  3. (ενικός) ο αγώνας, η προσπάθεια, κάτι που είναι δύσκολο να κάνω ή να πετύχω
    ⮡  It was a struggle for her to raise her children.
    Έκανε αγώνα για να μεγαλώσει τα παιδιά της.
    ⮡  He lifts weights without any struggle.
    Σηκώνει βάρη χωρίς καμιά προσπάθεια.
     συνώνυμα: effort
ενεστώτας struggle
γ΄ ενικό ενεστώτα struggles
αόριστος struggled
παθητική μετοχή struggled
ενεργητική μετοχή struggling

struggle (en)

  1. αγωνίζομαι, παλεύω
  2. προοδεύω με δυσκολία