struggle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
struggle | struggles |
struggle (en)
- ο αγώνας, σκληρή μάχη στην οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκτήσουν ή να πετύχουν κάτι, ειδικά κάτι που κάποιος άλλος δεν θέλει να έχουν
- ↪ The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
- Η καθιέρωση της μηνιαίας άδειας ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων της εργατικής τάξης.
- ↪ The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
- ο αγώνας, σωματική μάχη μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων ανθρώπων
- ↪ an armed struggle - ένοπλος αγώνας
- (ενικός) ο αγώνας, η προσπάθεια, κάτι που είναι δύσκολο να κάνω ή να πετύχω
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | struggle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | struggles |
αόριστος | struggled |
παθητική μετοχή | struggled |
ενεργητική μετοχή | struggling |
struggle (en)
- αγωνίζομαι, παλεύω
- προοδεύω με δυσκολία