struggle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
struggle | struggles |
struggle (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | struggle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | struggles |
αόριστος | struggled |
παθητική μετοχή | struggled |
ενεργητική μετοχή | struggling |
struggle (en)
- αγωνίζομαι, παλεύω
- προοδεύω με δυσκολία