παλεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παλεύω < μεσαιωνική ελληνική παλεύω
Προφορά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
παλεύω
- παίρνω μέρος σε αγώνα πάλης
- συγκρούομαι με κάποιον και προσπαθώ να τον νικήσω με τη σωματική μου δύναμη
- (μεταφορικά) αγωνίζομαι με κάποιον, επιδιώκοντας να τον νικήσω, π.χ. με επιχειρήματα, μάχομαι εναντίον δύσκολων συνθηκών
- προσπαθώ πάρα πολύ έντονα, με επιμονή και χωρίς να εγκαταλείπω