Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wrestle wrestles

wrestle (en)

ενεστώτας wrestle
γ΄ ενικό ενεστώτα wrestles
αόριστος wrestled
παθητική μετοχή wrestled
ενεργητική μετοχή wrestling

wrestle (en)

  1. παλεύω (σε αγώνα πάλης)
  2. παλεύω, αγωνίζομαι
     συνώνυμα: struggle, strive